Η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κρασιού ξεκινά το 1859, όταν ένας Γερμανός, ο Γουσταύος Κλάους, αγοράζει στον Ριγανόκαμπο, κοντά στην Πάτρα, 60 στρέμματα γης και ξεκινά να φυτεύει τον Αμπελώνα της Αχαΐας.
Από τότε και για τα επόμενα 120 χρόνια, η Ελλάδα μαστίζεται από πολέμους, κατοχή, προσφυγιά και κυρίως μεγάλη φτώχεια. Ως αποτέλεσμα, η πορεία της εξέλιξης του κρασιού δεν θα μπορούσε να είναι ανάλογη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που την ίδια περίοδο ευημερούν.
Η πραγματική ελληνική οινική επανάσταση και αυτό που σήμερα ορίζουμε ως ελληνικό κρασί αρχίζει ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όμως οι βάσεις είχαν ήδη ξεκινήσει να μπαίνουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι ποικιλίες που φυτεύτηκαν τότε ήταν σχεδόν όλες ξενικές. Σε κάποιους μπορεί φαίνεται παράξενο που υπάρχουν στη χώρα μας –ακόμη και σήμερα– τόσα πολλά Cabernet Sauvignon και Merlot, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι πρώτοι που θέλησαν να κάνουν σοβαρό ελληνικό κρασί επιθυμούσαν να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο με τα κοσμοπολίτικα «μεγάλα» γαλλικά κρασιά της εποχής και συγκεκριμένα του Bordeaux. Ούτε λόγος λοιπόν εκείνη την εποχή για ελληνικές ποικιλίες, των οποίων το δυναμικό στην παραγωγή κρασιών ποιότητας ήταν απλά… άγνωστο.
Μιας και η ιστορία δεν αποτελεί απλή αφήγηση τετελεσμένων γεγονότων, αλλά προσπάθεια αναδόμησης και ερμηνείας του παρελθόντος, με στόχο συνήθως την ερμηνεία του παρόντος και την πρόβλεψη του μέλλοντος, ας δούμε τις πιο σημαντικές στιγμές στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κρασιού.
Achaia Clauss –Μαυροδάφνη, 1873
Το 1872, η οινοποιία Achaia Clauss μετατρέπεται σε μετοχική εταιρεία και το 1873 δημιουργείται η Μαυροδάφνη, ένα ενισχυμένο γλυκό κρασί, βασισμένο στα πρότυπα του Port. Η παραγωγή γίνεται από μια ποικιλία κόκκινων σταφυλιών, με πιο κυρίαρχη αυτήν που και σήμερα ονομάζεται Μαυροδάφνη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κλάους ονομάζει έτσι αυτή την ποικιλία του κρασιού προς τιμήν της αρραβωνιαστικιάς του Δάφνης, μιας μελαχρινής όμορφης Ελληνίδας με μαύρα μάτια, η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία.
Μέχρι τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες στις αγορές της Γερμανίας και της Αγγλίας ως ελληνικό Porto.
Ένα brand που κυκλοφορεί αρχικά ως λευκό κρασί, από την ποικιλία Ροδίτης, και αργότερα ως ερυθρό και ροζέ, κυρίως από Αγιωργίτικο και άλλες ερυθρές ποικιλίες. Το όνομα προέρχεται από ένα μικρό χωριό κοντά στα Καλάβρυτα και, σύμφωνα με ετικέτα που διασώζεται στην αγγλική γλώσσα, η χρονιά που φαίνεται να πρωτοκυκλοφορεί είναι το 1880.
Η επιτυχία στην Ελλάδα είναι τεράστια και διατηρείται σε υψηλά επίπεδα μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Εξάγεται σε πολλές χώρες του εξωτερικού, από την Αγγλία μέχρι και την Ινδία, βρίσκοντας εύφορο εμπορικό έδαφος εκείνη την περίοδο που ο παγκόσμιος αμπελώνας πλήττεται από τη φυλλοξήρα.

ΕΟΣ Σάμου – Νέκταρ, 19ος αιώνας
Η άνθηση του εμπορίου των σαμιώτικων κρασιών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ευνοεί τους λιγοστούς εμπόρους, αλλά δεν έχει αντίστοιχα αντίκρισμα στις δύσκολες συνθήκες ζωής των αμπελουργών. Αυτό οδηγεί στην ίδρυση της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου το 1934, η οποία συμβάλλει στη διατήρηση ενός από τους πιο εντυπωσιακούς και ιστορικούς αμπελώνες του κόσμου, που βρίσκονται σκαρφαλωμένοι στις πλαγιές του νησιού, σε υψόμετρο μέχρι και τα 1.000 μέτρα.
Το Samos Nectar παράγεται από το μικρόρωγο Μοσχάτο της Σάμου. Τα σταφύλια λιάζονται για 6-7 μέρες και, αφού ζυμωθούν, ακολουθεί διαδικασία ωρίμανσης σε βαρέλια για 6 χρόνια. Η παραγωγή του ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του συνεταιρισμού, αλλά σαν στιλ φτιάχνεται ήδη από τα μέλη του δεκαετίες πριν. Το μοναδικό ελληνικό κρασί που ανήκει στην πολύ μικρή ελίτ της χρυσής λίστας με τα μεγαλύτερα γλυκά κρασιά του κόσμου.
Κουρτάκη – Ρετσίνα, 1895
Για πολλά χρόνια, ο κόσμος ταυτίζει τη λέξη Κουρτάκη με το όνομα της ρετσίνας και όχι μόνο, αφού η επιχειρηματική οινική ιστορία της οικογένειας Κουρτάκη είναι υπεραιωνόβια. Ο παππούς Κουρτάκης είναι ο πρώτος που παίρνει το δίπλωμα Οινολογίας στην Ελλάδα – το προσωνύμιό του είναι «Ο γιατρός των κρασιών». Το 1895 δημιουργεί ένα μικρό οινοποιείο στο Μαρκόπουλο, το πρώτο που διαθέτει οινολογικό εργαστήριο.
Η Ρετσίνα Κουρτάκη, χάρη στον προσεγμένο τρόπο παραγωγής και συντήρησης, ξεχωρίζει αμέσως από τα πολύ κακής ποιότητας κρασιά που παρασκευάζονται εκείνη την εποχή και γνωρίζει τεράστια επιτυχία, εγκαινιάζοντας ένα νέο κεφάλαιο για το ελληνικό κρασί.
Boutari – Νάουσα, 1906
Το πρώτο ερυθρό εμφιαλωμένο κρασί ΠΟΠ που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά. Μέχρι και σήμερα, αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας στα κόκκινα κρασιά. Αν και η ζώνη της Νάουσας θεσμοθετείται ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης το 1971, η πρώτη φιάλη που κυκλοφορεί σαν Νάουσα Μπουτάρη και φυλάσσεται στο αρχείο της εταιρείας αναγράφει τη σοδειά του 1906.
Η εταιρεία Μπουτάρη, μια από τις πιο ιστορικές οινοποιίες της χώρας, ιδρύεται το 1879 από τον Ιωάννη Μπουτάρη, ο οποίος δημιουργεί το πρώτο από τα 6 οινοποιεία της εταιρείας σήμερα στη Στενήμαχο της Νάουσας. Ο ρόλος της εταιρείας στην ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας για τη ζώνη της Νάουσας είναι καθοριστικός, τόσο για τη διαφύλαξη της ποικιλίας του Ξινόμαυρου, εποχή κατά την οποία η αμπελοκαλλιέργεια έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί, όσο και για την ανάδειξη της ζώνης ΠΟΠ Νάουσα.

Κάβα Καμπάς, 1935
Το 1935 είναι η χρονιά που η εταιρεία Καμπάς περνά λόγω χρεών στην Εθνική Τράπεζα και, ταυτόχρονα, γεννιέται το πρώτο ελληνικό κρασί παλαίωσης, η Κάβα Καμπά. Παρασκευάζεται αποκλειστικά από Σαββατιανό, από το οποίο παραλαμβάνεται μόνο ο πρόρωγος χυμός των σταφυλιών. Γίνεται ανάρπαστο από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Ο «μύθος» λέει πως τα πρώτα χρόνια το κρασί ωριμάζει στο βαρέλι για ένα χρονικό διάστημα και κατόπιν κλείνεται με βουλοκέρι και παλαιώνει σε οριζόντια θέση για 8 χρόνια πριν από την κυκλοφορία του.
Είναι το πρώτο κρασί παλαίωσης στην Ελλάδα, που στο απόγειο της επιτυχίας του φτάνει να πουλάει 280.000 με 300.000 φιάλες.
Κατώγι Αβέρωφ – Κατώγι, 1965
Ο πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ ξεκινά την ενασχόλησή του με το κρασί το 1959. Είναι εκείνος που θα φέρει τα πρώτα 1.000 κλήματα από το Μπορντό. Εικάζεται μάλιστα ότι αυτά τα πρώτα «ευγενή» φυτά, κυρίως Cabernet Sauvignon και ένα μικρό ποσοστό Cabernet Franc και Merlot, προέρχονται από τα αμπέλια του Château Margaux.
Στο ξεκίνημα, οι πειραματικές οινοποιήσεις είναι βασισμένες στα γαλλικά πρότυπα. Το 1965 κυκλοφορούν οι πρώτες φιάλες Κατώγι, ένα κρασί που γίνεται το οινικό πρότυπο του κόκκινου κρασιού στην Ελλάδα για πολλά χρόνια και που στο απόγειο της ακμής του φτάνει να πουλάει περί τις 400.000 φιάλες. Η ετικέτα, που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι σήμερα, σχεδιάζεται από τον ίδιο τον Αβέρωφ.
Το μοντέλο αμπελουργού/οινοποιού είναι πολύ πρωτοποριακό για την Ελλάδα εκείνης της εποχής και η επιτυχία του οδηγεί αρκετούς στο να το αντιγράψουν. Είναι το μοντέλο που θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην παραγωγή του σύγχρονου ελληνικού κρασιού.
Κτήμα Πόρτο Καρράς – Château Porto Carras, 1971
Σε μια έκταση που ξεπερνά τα 4.500 στρέμματα, στη δυτική πλευρά της Σιθωνίας Χαλκιδικής, βρίσκεται ο αμπελώνας του Κτήματος Πόρτο Καρράς, όπου, μεταξύ άλλων, παράγεται ένα από τα πιο εμβληματικά ελληνικά κρασιά, το Château Porto Carras. Ένα κρασί βασισμένο στα πρότυπα των μεγάλων Bordeaux, συμπεριλαμβάνοντας όμως στη σύνθεσή του και την ελληνική ποικιλία Λημνιό. Το Château είναι μια από τις πολλές ιδέες που θα φέρει στη Χαλκιδική ο σύμβουλος του κτήματος Émile Peynaud, ο «πατέρας» της σύγχρονης οινοποίησης και καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό.
Είναι ένα κρασί που αντιπροσωπεύει πολλές καινοτομίες. Νέες ποικιλίες και συνδυασμοί για τα ελληνικά πρότυπα, πρωτόγνωρες καλλιεργητικές τεχνικές, ελεγχόμενη οινοποίηση, συστηματική ωρίμανση και παλαίωση Ένα κρασί που το στιλ του αποτελεί σημείο αναφοράς, προερχόμενο από έναν αμπελώνα-πρότυπο που παραμένει ο μεγαλύτερος ενιαίος της Ελλάδας – και μάλιστα βιολογικής καλλιέργειας. Το Château, μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να εκπέμπει το μεγαλείο και την ποιότητα που το χαρακτηρίζει από την αρχή.
Oινοποιία Τσάνταλη – Αγιορείτικος, 1975
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κυκλοφορεί το πιο μοντέρνο λευκό κρασί μέχρι τότε για τα ελληνικά χρονικά, ο λευκός Αγιορείτικος του Τσάνταλη. Παρασκευάζεται από τις ελληνικές ποικιλίες Ασύρτικο, Αθήρι και Ροδίτης και γίνεται σημείο αναφοράς στην εξέλιξη του ελληνικού οινικού γίγνεσθαι.
Ο έντονος αρωματικός και ελαφρά ημίξηρος χαρακτήρας του σαγηνεύει την ελληνική αγορά, που εκείνη την εποχή κατακλύζεται από ξηρά, σχεδόν άοσμα λευκά ή πολύ τανικά ερυθρά κρασιά. Ξεχωρίζει και για το σχήμα της φιάλης του, που θυμίζει φλασκί, όπως τα Βocksbeutel της Φρανκονίας ή τα πορτογαλικά Mateus που κυριαρχούν τότε στην παγκόσμια αγορά. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη MW, «ο Τσάνταλης ήταν ο πρώτος που επένδυσε σε ένα ποιοτικό κρασί φιλικό προς όλους, το οποίο διέθεσε στην αγορά σε μεγάλες ποσότητες και χαμηλή τιμή».
Η εμφάνιση του Αγιορείτικου δίνει στο ελληνικό κρασί νέα πνοή, ενώ αναζωογονεί και την αμπελουργία του Αγίου Όρους. Είναι το πρώτο ελληνικό λευκό κρασί που επενδύει στην αρωματική φρεσκάδα και ένταση. Από τότε, αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν προϋπόθεση για τα περισσότερα λευκά κρασιά που κυκλοφορούν.
Κτήμα Παπαϊωάννου – Νεμέα, 1981
Αδιαμφισβήτητα ο Θανάσης Παπαϊωάννου θεωρείται ο γκουρού της σύγχρονης Νεμέας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, το Αγιωργίτικο κυκλοφορεί ως χύμα αγνώστου ποιότητας και ταυτότητας. Στα 1981, ο οινοποιός Θανάσης Παπαϊωάννου φέρνει τα κάτω… πάνω. Επιλέγει συγκεκριμένους αμπελώνες μέσα από τον τεράστιο καμβά της νεμεάτικης γης. Υιοθετεί τη βιολογική καλλιέργεια και χρησιμοποιεί τη βαθιά του γνώση στη σύγχρονη οινοποίηση για την παραγωγή μιας Νεμέας… από άλλο πλανήτη, δημιουργώντας έτσι το ιδανικό πρότυπο του Αγιωργίτικου.
Η Νεμέα Παπαϊωάννου, μέχρι και σήμερα, αποτελεί την επιτομή της κλασικής Νεμέας. Το κρασί που μπόρεσε να κοιτάξει κατάματα τις ευγενείς ποικιλίες που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στην ελληνική οινοποιία, ανοίγοντας τον δρόμο στη δημιουργία της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης Νεμέα.
Κτήμα Χατζημιχάλη – Cabernet Sauvignon, 1981
Αφού τα Cabernet blend του Κατώγι και του Château Porto Carras έχουν προετοιμάσει το έδαφος, έρχεται το Cabernet Sauvignon του Χατζημιχάλη να το καθιερώσει ως μονοποικιλιακό και τον ίδιο ως οινοποιό στην ελληνική οινική κοινότητα. Είναι αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν μια παρτίδα 1.000 φιαλών υψηλής ποιότητας Cabernet Sauvignon ταράζει τα νερά και στην ελληνική βιομηχανία κρασιού.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Δημήτρη Χατζημιχάλη, «το Cabernet τότε έδινε μια μοντέρνα, ευρωπαϊκή, διαφορετική γεύση. Άρεσε και σιγά σιγά καθιερώθηκε στους καλλιτεχνικούς κύκλους και μπήκε στα πιο μοδάτα μπαρ εκείνης της εποχής».
Boutari – Μοσχοφίλερο, 1986
Το Μοσχοφίλερο είναι η αρχέγονη ποικιλία που μέχρι και σήμερα έχει την ίδια συμπεριφορά με αυτήν που περιγράφει ο Αριστοτέλης 25 αιώνες πριν. Αν και η Μαντινεία από το 1971 είναι Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη, λόγω της δημοτικότητάς του, δημιουργεί το εξής παράδοξο: το όνομα της ποικιλίας γίνεται πιο γνωστό από την ίδια την περιοχή του. Στην ίδια λογική marketing, από τη δεκαετία του ’80, που στηρίχθηκε το varietal branding των κρασιών του Νέου Κόσμου.
Η εταιρεία Μπουτάρη, αναγνωρίζοντας τις τεράστιες δυνατότητες αυτής της αρωματικής ποικιλίας, δημιουργεί ένα από τα πιο εμπορικά σήματα της αγοράς, κερδίζοντας παράλληλα διεθνή αναγνώριση. Με αυτό τον τρόπο συμβάλλει και στην αναγέννηση της ποικιλίας, που μέχρι τότε είναι αρκετά παραμελημένη.
Κτήμα Σκούρας – Μέγας Οίνος, 1986
Η Super Νεμέα (στα πρότυπα των Super Tuscans) κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1988 σε 6.000 φιάλες. Το Αγιωργίτικο, που προέρχεται από παλιά αμπέλια μέχρι και 70 χρόνων, στην περιοχή του Γυμνού, ενισχύεται με 20% Cabernet Sauvignon. Ένα μεγάλο κρασί με έξυπνο ελληνικό brand name, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Μια εμβληματική ετικέτα συνώνυμη με τον Γιώργο Σκούρα και το κτήμα του.
Μέχρι και σήμερα, ο Μέγας Οίνος είναι μία από τις πιο σταθερές αξίες στον χώρο του ελληνικού κρασιού με μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης. Εκπροσωπεί την Ελλάδα επάξια στην παγκόσμια αγορά και συμβάλλει, έστω και με αυτό τον έμμεσο τρόπο, στην καλύτερη προβολή του Αγιωργίτικου στο εξωτερικό.
Κτήμα Γεροβασιλείου – Λευκός, 1986
Για πρώτη φορά θα συνδυαστούν οι δύο ελληνικές ποικιλίες Μαλαγουζιά και Ασύρτικο. Εκείνη την εποχή, η Μαλαγουζιά είναι παντελώς άγνωστη. Όσο για το Ασύρτικο; Είναι σχεδόν απαξιωμένο, ενώ η Σαντορίνη δεν έχει καν μπει σοβαρά στον οινικό χάρτη της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα του blend εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή, χάρη, φυσικά, στη μαεστρία του Βαγγέλη Γεροβασιλείου, ο οποίος κάνει τότε τις πρώτες εμφιαλώσεις για το κτήμα του.
Το συγκεκριμένο blend αποτελεί μακράν το πιο δημοφιλές στην παραγωγή ελληνικών κρασιών, ξεπερνώντας σε αριθμό τις 100 διαφορετικές ετικέτες.
Boutari – Καλλίστη, 1987
Το Οινοποιείο Μπουτάρη, με τον χαρακτηριστικό λευκό του θόλο, πρωτολειτουργεί στη Σαντορίνη το 1989 και ο ρόλος του στην αμπελοοινική ανάπτυξη του νησιού είναι τεράστιος. Τότε, η Σαντορίνη αποτελεί ακόμα την πηγή του κακού χύμα κρασιού που πίνει όλη η Αθήνα, όπου φτάνει σε βυτία και, έπειτα από διάφορες αναμείξεις, διοχετεύεται κυρίως σε ταβέρνες.
Η ενασχόληση της εταιρείας Μπουτάρη με τον αμπελώνα της Σαντορίνης ξεκινά δειλά, με πειραματικές οινοποιήσεις λίγο νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Οι άνθρωποί της, όμως, καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα πως, έχοντας στη διάθεσή τους έναν από τους ελάχιστους αμπελώνες που δεν έχει προσβληθεί από τη φυλλοξήρα, η προοπτική για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιού είναι προφανής. Το επόμενο βήμα είναι να τεθούν οι ποιοτικές προϋποθέσεις για την Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης Σαντορίνη και να ξεκινήσουν να εφαρμόζονται τεχνικές οινοποίησης που μέχρι τότε είναι άγνωστες στην περιοχή.
Η Καλλίστη Reserve, που κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1987, έχει οινοποιηθεί στις εγκαταστάσεις του Συνεταιρισμού Θηραϊκών Προϊόντων. Ένα κρασί που μέχρι και σήμερα αποτελεί κορυφαία εκδοχή του Ασύρτικου.
Nico Lazaridi – Μαγικό Βουνό, 1990
Τι είναι αυτό που στην παγκόσμια ορολογία κάνει ένα κρασί να ονομάζεται icon; Δεν είναι μόνο η ποιότητα που υπονοείται, αλλά και η υψηλή θέση που κατέχει στην εκτίμηση της αγοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως είναι το ερυθρό Μαγικό Βουνό – πλέον, ένα όνομα θρύλος. Είναι το πρώτο κρασί χάρη στο οποίο θα μπει η Δράμα στον οινικό χάρτη της Ελλάδας.
Ξεκινά να παράγεται το 1990 από τις ποικιλίες Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc και Merlot και από την πρώτη του κυκλοφορία έως σήμερα παραμένει ένα προϊόν που απολαμβάνει τεράστια αποδοχή. Ένα στοιχείο που του δίνει πρόσθετη αξία είναι και το εικαστικό θέμα της ετικέτας του, το οποίο σχεδιάζεται για την κάθε σοδειά ξεχωριστά.

Κτήμα Κυρ-Γιάννη – Γιαννακοχώρι, 1990
Το Κτήμα Κυρ-Γιάννη ιδρύεται το 1997 από τον Γιάννη Μπουτάρη, μια από τις πιο ξεχωριστές μορφές της ελληνικής οινοποιίας, όταν αποχωρεί από την οικογενειακή οινοποιητική εταιρεία που είχε δημιουργήσει ο παππούς του το 1879. Τα 400 στρέμματα Ξινόμαυρου φυτεύονται από το 1970 στον αμπελώνα που στη συνέχεια γίνεται το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, ενώ το Merlot φυτεύεται το 1985 και προσαρμόζεται άψογα στο μεσοκλίμα της περιοχής.
Η σοδειά του 1992 κυκλοφορεί το 1995 ως Κτήμα Μπουτάρη στο Γιαννακοχώρι, συνδυάζοντας για πρώτη φορά το Ξινόμαυρο με το ΜerΙοt. Η ονομασία του κατόπιν γίνεται Γιαννακοχώρι και μόλις πρόσφατα μετονομάζεται σε Κτήμα Κυρ-Γιάννη. Ο Γιάννης Μπουτάρης συνήθιζε να λέει ότι με αυτό το κρασί κατάφερε να εισαγάγει μια νέα γεύση στην αυτοκρατορία του Ξινόμαυρου και να ανοίξει νέους δρόμους στις δυνατότητες της ποικιλίας.
Στο Γιαννακοχώρι το Ξινόμαυρο βρίσκει τον ιδανικό παρτενέρ του στο MerIot, που το στρογγυλεύει και κάνει τον ατίθασο χαρακτήρα του πιο προσιτό.
Οινοποιία Τσάνταλη – Ραψάνη, 1990
Τα κρασιά ΠΟΠ Ραψάνη παράγονται από την συνοινοποίηση των ποικιλιών Ξινόμαυρο, Κρασάτο και Σταυρωτό. Το 1971, με Βασιλικό Διάταγμα, η Ραψάνη αναγνωρίζεται ως μία από τις πρώτες ελληνικές ζώνες με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Εκείνη την εποχή, τα κρασιά που παρήγε ο συνεταιρισμός ήταν σε πολύ καλό επίπεδο ποιότητας και αρκετά κοντά στο στιλ της Νάουσας. Όμως, από το 1980 ξεκινάει περίοδος παρακμής για τη Ραψάνη, που οδηγεί στην εγκατάλειψη των αμπελιών, ενώ αναλαμβάνει το τοπικό οινοποιείο η Αγροτική Τράπεζα.
Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο Ευάγγελος Τσάνταλης εκπονεί ένα στρατηγικό επενδυτικό πλάνο, προσφέροντας στους αμπελουργούς οικονομική ασφάλεια και ουσιαστικό κίνητρο για να επιστρέψουν στην αμπελοκαλλιέργεια. Η πρώτη ετικέτα Τσάνταλη Ραψάνη κυκλοφορεί το 1990 και το 1991 το τοπικό οινοποιείο περνάει στα χέρια της οικογένειας Τσάνταλη.
Το 1991 καταγράφονται στη Ραψάνη 100 στρέμματα και σήμερα η ΠΟΠ ζώνη περιλαμβάνει σχεδόν 900. Η τριλογία των ετικετών –Ραψάνη, Ραψάνη Επιλεγμένος και Ραψάνη Ειδικά Επιλεγμένος– αποτυπώνει το μοναδικό στιλ της ζώνης.
Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη – Cava Αμέθυστος, 1992
Το μοναδικό ελληνικό κρασί με το άγγιγμα του Μίδα, του σπουδαίου «ιπτάμενου» οινολόγου Michel Rolland, που παραμένει σύμβουλος του κτήματος για τις ερυθρές οινοποιήσεις μέχρι και σήμερα. Η συμμετοχή του είναι καταλυτική, τόσο για την ουσία και την ποιότητα των κρασιών του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη όσο και για το marketing. Ας μην ξεχνάμε πως, ειδικά εκείνη την εποχή, ο Michel Rolland (αρχές του ’90) είναι ο πιο περιζήτητος οινολόγος του πλανήτη και η επιρροή του στο παγκόσμιο εμπόριο του κρασιού είναι τεράστια.
To Cava Αμέθυστος ξεκινά ως μονοποικιλιακό Cabernet Sauvignon, αλλά σταδιακά η σύνθεσή του θα γείρει προς το Cabernet Franc. Από τη σοδειά του 2005 κυριαρχεί ως ποικιλία. Το Cava Αμέθυστος παραμένει ένα εμβληματικό brand name και εκφράζει την υψηλή ποιότητα και τις δυνατότητες του ελληνικού κρασιού.
Κτήμα Πόρτο Καρράς – Μαλαγουζιά, 1994 | Κτήμα Γεροβασιλείου – Μαλαγουζιά, 1998
Ο άνθρωπος-κλειδί είναι αδιαμφισβήτητα ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, που αναβιώνει και διασώζει από την αφάνεια αυτή την παλιά και ξεχασμένη ελληνική ποικιλία, τη Μαλαγουζιά. Έπειτα από πολλούς πειραματισμούς και μελέτες, την οινοποιεί για πρώτη φορά στο Κτήμα Porto Carras, όπου κατέχει θέση οινολόγου από το 1976 μέχρι τις αρχές του 1999. Από το 1976, η ποικιλία συμμετέχει στο λευκό κρασί του Porto Carras, ως μονοποικιλιακό ξηρό για τις ανάγκες του resort, αλλά και ως επιδόρπιο με το όνομα Ξελογιάστρα. Για πρώτη φορά, η Μαλαγουζιά Πόρτο Καρράς κυκλοφορεί ως μονοποικιλιακό κρασί στην ελληνική αγορά το 1994, παραμένοντας και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά κρασιά.
Για την ποικιλία ενδιαφέρεται και το Ινστιτούτο Οίνου και παραλαμβάνει από τον αμπελώνα του Καρρά μερικές κληματίδες. Από αυτές, θα παραλάβει αργότερα ο οινοποιός Θανάσης Παρπαρούσης και στη συνέχεια η Ρωξάνη Μάτσα, η οποία πιστεύει στην ποικιλία και προχωρά στη συστηματική της καλλιέργεια. Παράλληλα, ο Γεροβασιλείου ξεκινά να στήνει το δικό του οινοποιείο και, διαβλέποντας το δυναμικό της ποικιλίας, φυτεύει με Μαλαγουζιά μεγάλο μέρος των ιδιόκτητων αμπελιών του στην Επανομή.
Το 1998 κυκλοφορεί με ξενόγλωσση ετικέτα αποκλειστικά για τις αγορές του εξωτερικού και το 2002 η Μαλαγουζιά του Κτήματος Γεροβασιλείου εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το μισό από το Κτήμα Γεροβασιλείου, ένα από τα σημαντικότερα της χώρας μας, είναι φυτεμένο με Μαλαγουζιά. Από τα περίπου 350 στρέμματα όπου φύεται, παράγεται ένα από τα εμβληματικότερα μονοποικιλιακά ελληνικά κρασιά, ενώ μέρος της παραγωγής της διατίθεται για το λευκό κρασί του κτήματος.
Κτήμα Βιβλία Χώρα – Λευκός, 2001
Το ξεκίνημα της νέας χιλιετίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δημιουργία της Βιβλία Χώρα από τον Βασίλη Τσακτσαρλή και τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου. Ένα κτήμα που, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γίνεται σύμβολο και παράδειγμα προς μίμηση για την ελληνική οινοποιία. Ένα πραγματικό success story. Τα πρώτα αμπέλια φυτεύονται το 1998 σε έκταση 70 στρεμμάτων και τον Ιούνιο του 2001 ξεκινά η κατασκευή του σύγχρονου οινοποιείου. Τον ίδιο χρόνο γίνεται και η οινοποίηση των πρώτων κρασιών και ο λευκός της Βιβλία Χώρα κλέβει την παράσταση από την πρώτη στιγμή.
Για πρώτη φορά οινοποιείται το κοσμοπολίτικο και αρωματικό Sauvignon Blanc μαζί με το νευρώδες και αυστηρό Ασύρτικο, δημιουργώντας ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα. Ένα κρασί που συνδυάζει την αρωματική γοητεία και πολυπλοκότητα με τη δομή και την ποιότητα. Είναι η απαρχή της δημιουργίας ενός blend που πολύ σύντομα θα υιοθετηθεί από δεκάδες οινοποιεία σε όλη την Ελλάδα.
Κτήμα Βιβλία Χώρα – Όβηλος Λευκό, 2002
Από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του το 2004, η σοδειά του 2002 δείχνει ότι έχει τη στόφα του νικητή, καθώς διακρίνεται στον διαγωνισμό του περιοδικού Decanter και κατακτά Χρυσό Μετάλλιο στον δύσκολο διαγωνισμό Concours Mondial De Bruxelles. Από τότε οι διακρίσεις σε τοπικό, αλλά κυρίως σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ατέλειωτες και αυτή η σταθερότητα στην ποιότητα και στις επιτυχίες είναι που το κάνουν ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά κρασιά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα.
Αν και ο συνδυασμός του Ασύρτικου με το Semillon δεν είναι και ο πιο συνηθισμένος στην Ελλάδα, φαίνεται ότι η ζύμωσή του σε δρύινα βαρέλια και κυρίως το terroir του Παγγαίου, καθώς και η αισθητική και η μαεστρία του Βασίλη Τσακτσαρλή και του Βαγγέλη Γεροβασιλείου, είναι τα στοιχεία που συντελούν ώστε να δημιουργηθεί αυτό το θηριώδες και ταυτόχρονα κομψό κρασί που δικαίως θεωρείται κλασικό.
Ο Λευκός Όβηλος είναι ένα κρασί με κοσμοπολίτικο αέρα, έναν αέρα που αποκτά δικαιωματικά μέσα από πλατινένιες κατακτήσεις, εξαιρετικά υψηλές βαθμολογίες και κορυφές, όπως το να γίνει Best In Show, δηλαδή κορυφαίο των κορυφαίων, στο Decanter World Wine Awards 2019.
Κτήμα Άλφα- Ξινόμαυρο Reserve Single Block Μπάρμπα Γιάννης, 2003
Η παραγωγή αυτού του ιστορικού κρασιού ξεκινά το 2003 ως Ξινόμαυρο Κτήμα Άλφα, για να πάρει τη σημερινή του ονομασία για πρώτη φορά το 2013. Ακόμη και από μόνο του, ένα κρασί από αυτό το ιστορικό αμπελοτόπι με την ονομασία Μπάρμπα Γιάννης θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται σε μια λίστα σαν αυτή. Ένα προφυλλοξηρικό αμπέλι 37 στρεμμάτων, ηλικίας άνω των 106 ετών, που βρίσκεται 647 μέτρα πάνω από τη θαλάσσια επιφάνεια, στην καρδιά του Αμυνταίου. Ένα ενιαίο αμπέλι με φυτά διαμορφωμένα σε κύπελλο, που έχει την τύχη να βρεθεί στην κατοχή ενός παθιασμένου με την τελειότητα οινοποιού, του Άγγελου Ιατρίδη, και ενός επίμονου αμπελουργού, του Μάκη Μαυρίδη.
Θα μπορούσε εύκολα κάποιος να προβλέψει την επιτυχία ενός τέτοιου κρασιού και όχι άδικα, καθώς την τελευταία δεκαετία σαρώνει όσα βραβεία βρίσκονται στην πορεία του, κατακτώντας κορυφαίες βαθμολογίες από το περιοδικό Decanter, το Robert Parker Wine Advocate και την Jancis Robinson.
Το Ξινόμαυρο Reserve του Κτήματος Άλφα βάζει τα θεμέλια στην καταξίωση της ζώνης του Αμυνταίου, προσθέτοντας παράλληλα αξία τεράστιου μεγέθους στην καθιέρωση του Ξινόμαυρου ως σπουδαίας ποικιλίας διεθνώς.
Οινοποιείο Κεχρής – Το Δάκρυ του Πεύκου, 2005
Το κρασί που επαναπροσδιορίζει την έννοια της ρετσίνας και αποδεικνύει ότι οι δυνατότητες για την παραγωγή ενός κρασιού ανώτερης ποιότητας με αυτή την αρχαιότροπη μέθοδο, που επιζεί στη χώρα μας για χιλιετίες, είναι δυνατή. Η Ελένη Κεχρή βαφτίζει την ιδέα Δάκρυ του Πεύκου και ο πατέρας της, Στέλιος, εμπνέεται και αρχίζει να πειραματίζεται με διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιών και μεθόδους οινοποίησης, διερευνώντας τα όρια του παραδοσιακού αυτού κρασιού. Το 2005 δημιουργείται Το Δάκρυ του Πεύκου, δίνοντας τη δική του εκδοχή στο πώς μπορεί να είναι η ρετσίνα.
Η ρετσίνα που μπορεί να προέρχεται από μια ευγενή λευκή ποικιλία παγκόσμιας κλάσης πλέον, όπως το Ασύρτικο, που μπορεί να οινοποιείται σε βαρέλι, όπως παλιά, και που μπορεί να οδηγεί την παράδοση σε μια νέα εποχή καινοτομίας. Η επιβεβαίωση είναι σταθερή και η ποιότητα κάθε χρόνο σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Άλλωστε, το αποδεικνύουν τα δεκάδες χρυσά μετάλλια και οι διακρίσεις που κατακτά Το Δάκρυ του Πεύκου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αποθέωση έρχεται το 2024, όταν κατακτά τον τίτλο Best in Show στον παγκοσμίου φήμης διαγωνισμό κρασιού Decanter World Wine Awards, με αξιολόγηση 97/100. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κρασιού που μια ρετσίνα κατακτά αυτή την ύψιστη διάκριση.
Οινοποιείο Χατζηδάκης – Σαντορίνη Cuvée 15, 2007
Ο αείμνηστος Χαρίδημος Χατζηδάκης έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: να δημιουργήσει ένα κρασί με τον αυθεντικό χαρακτήρα της Σαντορίνης, όπως το οραματίζεται ο ίδιος, γνωρίζοντας τις πραγματικές δυνατότητες του Ασύρτικου. Αξιοποιώντας τους βιολογικούς αμπελώνες της οικογένειας, καταφέρνει να αναδείξει τον χαρακτηριστικό ορυκτό χαρακτήρα και τη ζωντανή οξύτητα που μπορεί να δώσει σε ένα κρασί το Ασύρτικο από το μοναδικό terroir της Σαντορίνης, έχοντας τη δυνατότητα να εξελίσσεται με τον χρόνο. Δημιουργεί, με λίγα λόγια, μια Σαντορίνη για μακρά παλαίωση.
Οι μνήμες της Κωνσταντίνας Χρυσού, συνιδρύτριας του Οινοποιείου Χατζηδάκη, είναι ζωντανές και έντονες μέχρι σήμερα: «Δεν ξεχνώ το περήφανο βλέμμα του Χαρίδημου όταν βρισκόταν μπροστά από τη μικρή τετράγωνη ανοξείδωτη δεξαμενή, αριθμός 15, το 2007, όταν ολοκλήρωσε την πρώτη του δοκιμαστική οινοποίηση. Το κρασί πήρε το όνομά του από αυτή τη μικρή τετράγωνη ανοξείδωτη δεξαμενή 2 τόνων με το νούμερο 15. Αργότερα, καταλάβαμε πώς στον αριθμό 15 οινοποιούσε θαύματα!». To Cuvée 15 είναι ένα από τα πρώτα κρασιά που δείχνουν το μεγαλείο και τις δυνατότητες του σαντορινιού αμπελώνα στη δημιουργία αυτών που λέμε «μεγάλα κρασιά».
Η νέα ομάδα του οινοποιείου συνεχίζει να το παράγει με τον ίδιο σεβασμό στην αρχική φιλοσοφία και τα πρότυπα που είχε θέσει ο Χαρίδημος. Όσο για τη δεξαμενή με το Νο 15, δεν θα την αποχωριστεί ποτέ η οικογένειά του και, όπως τονίζει η Κωνσταντίνα Χρυσού, «Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες σύγχρονες δεξαμενές κι αν αγοράσουμε, εκείνη θα είναι πάντα εκεί, έχοντας περίοπτη στο οινοποιείο μας, να μας θυμίζει από πού ξεκινήσαμε».
Κτήμα Σιγάλα – Καβαλιέρος, 2009
Ο Καβαλιέρος* του Κτήματος Σιγάλα κυκλοφορεί για πρώτη φορά με την αναγραφή στην ετικέτα του τον τρύγο του 2009, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα ορόσημο για τον θηραϊκό αμπελώνα: το πρώτο Single Vineyard Ασύρτικο της Σαντορίνης. Τα σταφύλια προέρχονται από το Ημεροβίγλι, από έναν αυτόνομο αμπελώνα που είχε δημιουργηθεί 80 χρόνια πριν πάνω σε παραδοσιακές πεζούλες, διαμορφωμένες χωρίς τα μηχανικά μέσα που υπάρχουν σήμερα, στο ηφαιστειακό έδαφος της Σαντορίνης. Ένας αμπελώνας που επιβιώνει μέχρι σήμερα, παρά τις δυσκολίες που έχει προκαλέσει η κλιματική αλλαγή στο νησί, αυτόριζος και διαμορφωμένος σε παλιές αμπελιές, δηλαδή κουλούρες.
Ο Καβαλιέρος όμως δεν είναι απλώς το κρασί ενός συγκεκριμένου αμπελοτεμαχίου που δίνει εξαιρετική πρώτη ύλη, καθώς προέρχεται και από μια οινολογική διαφοροποίηση, ασυνήθιστη μέχρι τότε για τα κρασιά της Σαντορίνης: παραμένει σε επαφή με τις ζύμες του για 18 μήνες στη δεξαμενή. Αυτό έχει ως συνέπεια το κρασί να κυκλοφορεί στην αγορά 2 χρόνια μετά τον τρύγο.
Από το ξεκίνημά του ο Καβαλιέρος γίνεται σημείο αναφοράς για τις πραγματικές δυνατότητες του αμπελώνα της Σαντορίνης και του Ασύρτικου και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο εμβληματικά κρασιά του νησιού, όπως και το ίδιο το Κτήμα Σιγάλα.
* Πηγή έμπνευσης του ονόματος, ο «καβαλάρης» αμπελουργός που φρόντιζε το αμπελοτόπι. Αυτή ήταν η κλασική εικόνα του που έχει μείνει στο νησί και βρίσκεται στην εμπρόσθια ετικέτα (αναποδογυρίζοντας τη φιάλη, βλέπουμε το παιχνίδι σύνδεσης με τον πολιτισμό των Κυκλάδων – ειδώλιο). Μια σύνδεση με την πολιτιστική κληρονομιά, μέρος της οποίας είναι και ο αμπελώνας της Σαντορίνης.
Monemvasia Winery Tsimpidi – Monemvasia-Malvasia 2010
Η Μονεμβασία – Malvasia ήταν το πιο ξακουστό γλυκό λευκό κρασί παγκοσμίως στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια. H φήμη του ξεκινά από την πόλη της Μονεμβασίας, όπου το κάστρο-λιμάνι λειτουργεί ως αγκυροβόλιο και ως κέντρο ανεφοδιασμού για τα πλοία που κινούνταν ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Κατά την περίοδο, όμως, της οθωμανικής κυριαρχίας, τον 16ο αιώνα, οι αμπελώνες καταστρέφονται και η παραγωγή διακόπτεται.
Η σύγχρονη αναβίωση του ιστορικού αυτού κρασιού ξεκινά στις 20 Σεπτεμβρίου 1997. Εμπνευσμένος από τον μύθο του Malvasia που είχε χαθεί στον χρόνο και με βαθιά αγάπη και πίστη στον τόπο του, ο Γιώργος Τσιμπίδης παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ιδρύσει ένα οινοποιείο με σκοπό να ξαναζωντανέψει την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση στη Μονεμβασία και, πιο συγκεκριμένα, να επαναφέρει την παραγωγή της Malvasia στον τόπο καταγωγής της. Τα επόμενα 13 χρόνια ακολουθεί μια επίμονη, σχεδόν «μαραθώνια», προσπάθεια σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οίνου της Ελλάδας: αναζήτηση και μελέτη τοπικών ποικιλιών, εγκατάσταση πειραματικών αμπελώνων και συμμετοχή σε διεθνή επιστημονικά συμπόσια αφιερωμένα στο κρασί Μονεμβασία – Malvasia.
Από αυτή την ερευνητική και οινοποιητική διαδικασία διαμορφώνεται σταδιακά ένα πρότυπο για τον λιαστό γλυκό οίνο Μονεμβασία – Malvasia: συγκεκριμένη ποικιλιακή σύνθεση, συγκεκριμένη μέθοδος οινοποίησης, καθορισμένος χρόνος ωρίμανσης και παλαίωσης. Όλα αυτά φαίνεται πως εξασφαλίζουν ένα εξαιρετικό γλυκό κρασί με δυνατότητα μακρόχρονης παλαίωσης.
Στις 23 Ιουλίου 2010, η Μονεμβασία – Malvasia αναγνωρίζεται ως οίνος ΠΟΠ: αφενός ως γλυκός λευκός από λιαστά σταφύλια και αφετέρου οίνος λικέρ από λιαστά σταφύλια. Τον Δεκέμβριο του 2013 εμφιαλώνεται για πρώτη φορά η εσοδεία 2010 του ΠΟΠ Μονεμβασία – Malvasia του Οινοποιείου Μονεμβασίας και το 2016 ακολουθεί η εμφιάλωση της εσοδείας 2012.
Μέσα σε μόλις μια δεκαετία, το σπουδαίο αυτό κρασί μετρά πάνω από 100 διακρίσεις και πρωτιές, με αποκορύφωμα την κορυφαία θέση Best In Show στον διαγωνισμό Decanter World Wine Awards 2025.
Idylle d’ Achinos, La Tour Melas 2013
Η πορεία του Idylle d’ Achinos ξεκινά το 2013, όταν η οινολόγος του La Tour Melas, Elsa Picard, δημιουργεί μια μικρή πειραματική παρτίδα 700 φιαλών. Παρακινούμενη από τη νοσταλγία για τη χώρα της, τη Γαλλία, και εμπνευσμένη από την αγάπη της για τα κομψά ροζέ κρασιά τύπου Προβηγκίας, στοχεύει στη δημιουργία ενός πραγματικά ξεχωριστού οίνου. Η υποδοχή του κοινού για αυτό το ροζέ κρασί –που τυχαίνει να εμφανιστεί στην ελληνική αγορά την ώρα που όλος ο πλανήτης ανακαλύπτει τα σχεδόν άχρωμα και φρουτώδη κρασιά της Προβηγκίας– είναι εκπληκτική. Το Idylle γίνεται αμέσως περιζήτητο. Αυτή η επιτυχία αποκαλύπτει ένα κενό στην ελληνική αγορά: την ανάγκη για ένα δροσερό, ποιοτικό ροζέ, με βάθος και προσωπικότητα.
Εμπνευσμένοι από αυτή την ανταπόκριση, ο Κύρος Μελάς (ιδιοκτήτης του La Tour Melas) και η σχεδόν νεοσύστατη ομάδα του κτήματος αποφασίζουν να επενδύσουν δυναμικά και στην κατηγορία των ροζέ κρασιών.
Το Idylle σήμερα είναι το ροζέ με τις υψηλότερες πωλήσεις στην Ελλάδα, διαγράφοντας μια σταθερά ανοδική πορεία από το ξεκίνημά του, παρόλο που η κατηγορία έχει κατακλυστεί πλέον από κρασιά αυτού του στιλ. Αυτό βέβαια δεν συνέβη τυχαία, καθώς από την αρχή της δημιουργίας του βασίζεται στην αδιαπραγμάτευτη ποιότητα και τη σταθερή προσήλωση σε μια λεπτομερή και συγκεκριμένη διαδικασία οινοποίησης, έχοντας ως βάση τις ποικιλίες Αγιωργίτικο, Grenache Noir και Syrah.
Estate Argyros, Cuvée Evdemon 2016
Σχεδόν 30 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε η πρώτη σοβαρή Σαντορίνη, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως ό,τι είχε να δώσει το νησί σε επίπεδο ποιότητας κρασιού το είχε κάνει και με το παραπάνω. Όμως, διαψεύδονται όλοι όταν κυκλοφορεί το 2016 το Cuvée Evdemon, ένα κρασί που, σύμφωνα με το εμπνευστή του Ματθαίο Αργυρό, «κινείται στα όρια του πώς κατανοεί το Κτήμα Αργυρού το περιβάλλον της Σαντορίνης».
Για πρώτη φορά, το Ασύρτικο της Σαντορίνης στον Πύργο επιλέγεται από πολύ παλιούς αμπελώνες βιοδυναμικής καλλιέργειας, τουλάχιστον 150 ετών, με πολύ χαμηλές αποδόσεις. Η εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών οδηγεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα οινοποίηση: το 75% να ζυμώνει και να ωριμάζει σε ανοξείδωτες δεξαμενές για 30 μήνες με τις οινολάσπες, ενώ ταυτόχρονα το 25% του υπόλοιπου κρασιού σε μεγάλα γαλλικά δρύινα βαρέλια, όπου παραμένει για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την τελική ανάμειξη σε ανοξείδωτες δεξαμενές και εμφιάλωση.
Το Cuvée Evdemon αλλάζει την «πίστα» της premium Σαντορίνης, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα του από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Είναι ένα από τα ελάχιστα ελληνικά κρασιά που γίνονται sold out μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πρωτοστατώντας σε όσους παγκόσμιους διαγωνισμούς παίρνει μέρος και διατηρώντας σταθερή την ποιότητά του, καθώς κυκλοφορεί μόνο τις χρονιές που τα ποιοτικά στάνταρ του κρασιού βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο.
H Επόμενη Μέρα;
Είναι αλήθεια ότι η ποιότητα των ελληνικών κρασιών, χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία με δεκαετία, βελτιώνεται. Καθώς μάλιστα έχουμε διανύσει ήδη το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, το ελληνικό κρασί φαίνεται πως ενηλικιώνεται, οι Έλληνες παραγωγοί συνειδητοποιούν τη σημασία των γηγενών ποικιλιών και εστιάζουν πλέον στη συστηματική τους καλλιέργεια και στην καλύτερη κατανόησή τους. Αυτό είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που ενισχύουν την εξωστρέφεια, την επικοινωνία αλλά και την αποδοχή των ελληνικών κρασιών από τις παγκόσμιες αγορές.
Η οικονομική κρίση που ξεκινά το 2010 λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ και σίγουρα επηρέασε θετικά τον κλάδο του κρασιού που, προβλέποντας γρήγορα τις εμπορικές δυσκολίες που διαφαίνονταν σε τοπικό επίπεδο, στρέφεται στις ξένες αγορές. Δίνεται τότε μεγάλη βαρύτητα στην ποιότητα, στην επικοινωνία και στην ανταγωνιστικότητα.
Περιοχές όπως η Σαντορίνη γίνονται σημαία για το ελληνικό κρασί, αλλά αυτό που ίσως λείπει ακόμη είναι ένα κρασί-σύμβολο. Τουλάχιστον ένα πραγματικά μεγάλο κρασί παγκόσμιας κλάσης, που να ζητά υψηλές τιμές και να τις παίρνει, να απολαμβάνει σταθερή ζήτηση και υψηλές βαθμολογίες και να έχει διάρκεια στον χρόνο. Ένα κρασί που να αποδεικνύει ότι η Ελλάδα έχει πολύ υψηλές δυνατότητες στην παραγωγή του κρασιού. Ένα κρασί σαν το Tignanello και το Masseto της Ιταλίας, το L’Ermita και το Dominio De Pingus της Ισπανίας, το Grange της Αυστραλίας, το Palladius της Νότιας Αφρικής ή το Château Musar από τον Λίβανο.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

