Christopher King: Συνέντευξη με Έναν Αρχαιολόγο Ήχων

Παχύ μουστάκι, έξυπνο βλέμμα ακριβές σαν βελόνα από πικάπ, φιγούρα ξεχωριστή, σημειολόγος, λουδίτης του ήχου και εραστής των 78 στροφών. Κυρίες και κύριοι, ο Christopher King!

Η πρώτη «γνωριμία» μου μαζί του πάει πίσω στον χρόνο, όταν διάβασα την έρευνά του για την ηπειρώτικη μουσική στο ξεχωριστό «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα.

Ο King, για μένα, είναι ένας… βασιλιάς της σκόνης. Τη διώχνει με μοναδικό τρόπο πάνω από τις στοιχειωμένες ιστορίες και τους δίσκους.

Στο άκουσμα της πρότασης να είναι η αθηΝΕΑ χορηγός επικοινωνίας των τριών διαλέξεων του Cristopher King σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα, ενθουσιάστηκα. Η θεματική των τριών διαλέξεων βασίστηκε στη ζωή και τη μουσική τριών Ελληνίδων Εβραίων τραγουδιστριών του 20ού αιώνα. Της Ρωμανιώτισσας Αμαλίας Βάκα από τα Ιωάννινα και των Σεφαραδιτισσών Ρόζας Εσκενάζυ και Στέλλας Χασκίλ από τη Θεσσαλονίκη.

Η έρευνά του παρουσιάστηκε σε τρεις ιδιαίτερες διαλέξεις, που πραγματοποιήθηκαν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα, με συντονίστριες τις κυρίες Μαριάννα Σκυλακάκη (δημοσιογράφος), Αθηνά Κατσανεβάκη (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Σχολή Καλών Τεχνών, ΑΠΘ, μέλος ΕΕΠ, Εθνομουσικολογία-Παραδοσιακό Τραγούδι) και Κατερίνα Καφεντζή (ιστορικός, μουσική επιμελήτρια, ραδιοφωνική παραγωγός) αντίστοιχα.

Για την οικονομία του άρθρου θα πω ότι στις διαλέξεις ο King παρουσίασε εν συντομία τη ζωή των τριών γυναικών, έπαιξε τραγούδια από δίσκους τους, ενώ οι βραδιές έκλεισαν με ζωντανή μουσική από τους Ελένη Βράττη (ούτι), Δημοσθένη Καραχριστοδούλου (πολίτικη λύρα) και Ευαγγελία Φλιτούρη (φωνή). Είχα την τύχη να βρεθώ στη διάλεξη της Αθήνας, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, και στη διάλεξη στη Συναγωγή των Ιωαννίνων. Η εμπειρία; Συγκλονιστική!

Κατ’ αρχάς να σημειώσω ότι η Αμαλία Βάκα γεννήθηκε το 1897 στα Ιωάννινα και πέθανε το 1979 στη Φλόριντα, κάνοντας κυρίως καριέρα στις ΗΠΑ. Η Ρόζα Εσκενάζυ πιθανότατα γεννήθηκε το 1895 ή το 1897 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1980 στην Αθήνα με τεράστια δισκογραφία και φοβερούς αστικούς μύθους να την ακολουθούν. Τέλος, η Στέλλα Χασκίλ γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε –νεότατη– το 1954 στην Αθήνα, από καρκίνο.

Οι βίοι τους παράλληλοι και περίεργοι. Η Χασκίλ και η Εσκενάζυ επέζησαν της «τελικής λύσης», καθώς διέφυγαν των Γερμανών στη διάρκεια της Κατοχής. Και οι τρεις, δακτυλοδεικτούμενες για τις επιλογές τους, κατάφεραν ωστόσο να επιβάλουν την παρουσία τους σε έναν μάλλον ανδροκρατούμενο χώρο και να περάσουν στην ιστορία.

Εκεί κάπου έρχεται ο Christopher King να σκαλίσει ιστορίες και δίσκους με σκοπό οι φωνές από το παρελθόν να ζωντανέψουν. Η συνέντευξη έγινε ένα ζεστό μεσημέρι, συνοδεία… σποραδικής βροχής, αλλά και τσίπουρου, όπως πρότεινε ο ίδιος!

Ας αρχίσουμε με μια διαφωνία. Θεωρώ ότι αρκετοί σύγχρονοι μουσικοί προσπαθούν, συνεχίζουν, συμμετέχουν και παροτρύνονται από το πλήθος στα live να ανέβουν επίπεδο στο παίξιμό τους. Είναι κάτι που εσύ θεωρείς ότι χάθηκε άπαξ και η μουσική ηχογραφήθηκε,  εντυπώθηκε στο βινύλιο ή ψηφιοποιήθηκε.

Μιας που βρισκόμαστε στα Γιάννενα, να πω ότι πολύ συγκεκριμένα οι Villagers of Ioannina City κατάφεραν να φέρουν τον ήχο της δημοτικής μουσικής σε μια νέα φόρμα, η οποία απέκτησε φανατικό κοινό, από ένα ευρύ ηλικιακό και μουσικό φάσμα.

Αυτό που συμβαίνει με τη δημοτική ή συγκεκριμένα με την ηπειρώτικη μουσική είναι ότι, αν δεν εξελιχτεί, αν δεν συναντήσει εκ νέου τόσο τους μουσικούς όσο και το κοινό, θα σταματήσει να υπάρχει. Μπορεί να γίνει μουσειακό είδος, να παίζεται ως «έκθεμα», αλλά με αυτό τον τρόπο θα χάσει τη ζωτικότητα και τη λειτουργία της.

Αναμφίβολα, οι άνθρωποι εκμοντερνίζονται και έχουν διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις από τη μουσική της εποχής τους. Για παράδειγμα, γνώρισα και συνεργάζομαι με έναν μαύρο Έλληνα, τον Νέγρο του Μοριά.

Τον είδα, ήταν στη διάλεξη στη Γεννάδειο.

Ναι, ήρθε στην Κόνιτσα μαζί με έναν beat maker, τον Οδυσσέα. Ήρθαν στο σπίτι μου για να ηχογραφήσουν από τα 78αρια μου και να δημιουργήσουν beat. Θα ραπάρουν πάνω σε αυτές τις λούπες και θα φτιάξουν νέα κομμάτια. Κατά την άποψή μου, αυτό που φτιάχνουν είναι δημοτική μουσική. Συνδέεται με το παρελθόν, αλλά κοιτάζει το μέλλον. Απευθύνεται στις ρίζες μας, αλλά και σε όσα οι άνθρωποι θέλουν τον 21ο αιώνα.

Ο Νέγρος του Μοριά είναι μια φανταστική περίπτωση για την Ελλάδα. Ένας μαύρος Έλληνας που κάνει λογοπαίγνιο με ένα εμβληματικό όνομα και πρόσωπο, την ίδια ώρα που ζει σε μια από τις πιο ιστορικές συνοικίες της Αθήνας (την Κυψέλη) και ραπάρει στα ελληνικά. Δύσκολη αποστολή!

Υπάρχουν πολλά γκρουπ πριν από τον Κέβιν (όπως ονομάζεται), όπως οι Social Waste. Για μένα, αποτελούν καταπληκτικό παράδειγμα σκληροπυρηνικού ελληνικού hip-hop, old school, χρησιμοποιώντας sample από παραδοσιακά όργανα, ειδικά στο πρώτο τους άλμπουμ.

Έχουν έντονα πολιτικό στίγμα στον στίχο τους.

Έτσι ξέρω, αλλά δεν καταλαβαίνω τους στίχους (γέλια). Για μένα, αν το ραπάρισμα είναι καλό, αξίζει να το ακούσω ανεξάρτητα από τον στίχο.

Λοιπόν, πλέον έχει ξεκινήσει μια νέα περίοδος έρευνας για σένα. Στην αρχή το θέμα μού φάνηκε παράξενο: «Γυναίκες τραγουδίστριες ρωμανιώτικης, εβραϊκής καταγωγής». Και μετά είδα τα ονόματα της Ρόζας Εσκενάζυ, της Στέλλας Χασκίλ και της Αμαλίας Βάκα. Τα τραγούδια, ειδικά των δύο πρώτων, ακόμα τραγουδιούνται, γίνονται διασκευές, χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε ότι είναι δικά τους. Ειδικά η Ρόζα θεωρείται θρύλος.

Έπαιξε ρόλο ότι είχε πλούσια δισκογραφία και ηχογραφούσε με σταθερότητα. Στη διάλεξη της Θεσσαλονίκης είχα ένα γκρουπ που έπαιξε τραγούδια της Εσκενάζυ και οι στίχοι ήταν στα ελληνικά και στα ισπανικά. Ήταν περισσότερο μια αναδημιουργία, μια «αναπαράσταση», ας την πω έτσι, των τραγουδιών που έλεγε η Εσκενάζυ προτού φύγει από τη Θεσσαλονίκη για να έρθει στην Αθήνα. Στην Αθήνα και στα Γιάννενα, το γκρουπ έπαιξε τραγούδια της Βάκα.

Και πού καταλήγουμε; Οδεύεις προς την έκδοση ενός δεύτερου βιβλίου;

Δεν ξέρω. Γράφω πάντα και αυτή τη στιγμή γράφω ένα μυθιστόρημα. Προσπαθώ να γράψω ελληνικές ιστορίες στις οποίες θα αποτυπώνονται κάποιες αντιλήψεις μου που με γυρίζουν στον αμερικάνικο νότο. Ξέρεις… ο αμερικάνικος νότος έχει μια εντελώς δική του αντίληψη για τον κόσμο και τώρα που «μετανάστευσα» στην Ελλάδα έχει ενδιαφέρον για μένα να γράψω μια ιστορία ελληνική, αλλά με χρώματα και πινελιές από τον τόπο καταγωγής μου.

Ποια ήταν η ανάγκη που σε οδήγησε να παρουσιάσεις αυτές τις τρεις γυναίκες στο κοινό;

Δεν βλέπω τη μουσική ως μουσική μόνο. Είναι για μένα δύο πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, η μουσική είναι ένα εργαλείο για να πεις μια ιστορία και, δεύτερον, έχει μια ξεχωριστή χρήση. Με αυτές τις τρεις γυναίκες δημιουργείται ένα πρωτογενές συναίσθημα. Μπορείς να πεις μια ιστορία, αλλά μπορείς και να καταλάβεις πράγματα, ιστορικά, φιλοσοφικά και πολιτισμικά, αν είσαι λίγο ανοιχτός και δεν θεωρείς ότι η μουσική ανήκει στους ακαδημαϊκούς. Είναι ένας τρόπος να κοιτάξουμε στο παρελθόν και έτσι, με αυτές τις τρεις γυναίκες, μελετώ αυτό που ονομάζω «ιστορική αμνησία».

Οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, Έλληνες, Αμερικανοί –δεν έχει σημασία με το πού οργανωνόμαστε ως «έθνος»– έχουμε την τάση να μυθοποιούμε το παρελθόν. Το άμεσο παρελθόν μας όμως, όχι ό,τι συνέβη 2.000 χρόνια πριν, αυτό που συνέβη πριν από 100-200 χρόνια. Ξεχνάμε τι πραγματικά συνέβη και το κάνουμε για να αισθανθούμε καλύτερα.

Το κάνουμε με σκοπό να δημιουργήσουμε μια νέα ταυτότητα…

Ναι! Σκέψου ότι η Ελλάδα ως πλήρως δημοκρατική χώρα είναι μια σχετικά πρόσφατη ιστορία. Ο περισσότερος κόσμος δεν το ξέρει και σίγουρα όχι οι Αμερικανοί. Όταν στις ΗΠΑ μιλάνε για την Ελλάδα, εννοούν την αρχαία Ελλάδα και ό,τι συνέβη 3.500 χρόνια πριν.

Αυτό που πρέπει να μαθευτεί είναι ότι πριν από 100 χρόνια η Ελλάδα και η μουσική της τότε ήταν ένας διαφορετικός χωροχρόνος. Τα Ιωάννινα πριν από την απελευθέρωση ήταν πολιτισμικό κέντρο των Ελλήνων και πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί. Όπως η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα είχαν Οθωμανούς, Αρβανίτες, Βαλκάνιους αλλά πιο σημαντικό ήταν ότι είχαν Ρωμανιώτες Εβραίους. Υπήρχε μια μεγάλη κοινότητα εδώ, που πραγματικά «χάρισε» πολλά πολιτισμικά στοιχεία στην πόλη, τα οποία δεν υπήρξαν αλλού στην Ελλάδα.

Πριν από το Ολοκαύτωμα, η Ελλάδα είχε μεγαλύτερη πολιτισμική ποικιλία από οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης. Αυτό λέει πολλά, συγκεκριμένα για τη δυναμική των Ιωαννίνων από την απελευθέρωσή τους το 1913 μέχρι το Ολοκαύτωμα κατά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. H Ήπειρος και τα Ιωάννινα ήταν κοιτίδες πολιτισμού.

Πιστεύω ότι τα Ιωάννινα βρίσκονται σε σημείο καμπής. Αλλάζουν προς το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου. Έπειτα από χρόνια, ανοίγονται στο παρελθόν τους. Έχουν Εβραίο δήμαρχο, αποδέχονται την κληρονομιά τους, συμφιλιώνονται με όσα «έζησαν». Θεωρώ ότι ένας έντονος συντηρητισμός υποχωρεί και εσύ είσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

Πολλές φορές τα πράγματα μου έρχονται βολικά (γέλια). Θέλω να βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα καταλύτη, σαν κάποιον που «κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν». Έλληνες και Αμερικανοί έχουμε αρκετά κοινά, υποφέρουμε και οι δύο λαοί από αυτή την «ιστορική αμνησία». Στην Αμερική έχει να κάνει πιο πολύ με τη δουλεία, με τους Αφροαμερικανούς.

Ακόμα προσπαθούμε να ορίσουμε τους κανόνες του διαλόγου, τους αλλάζουμε συνέχεια και δεν μπορούμε να καταλήξουμε στον τρόπο με τον οποίο θα μιλάμε γι’ αυτό το ζήτημα. Παρόμοια, στην Ελλάδα η συζήτηση σχετίζεται με τη σύνθεση του λαού. Στο ποιοι είναι Έλληνες, και πάει πίσω στον Α’ και στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στον Εμφύλιο. Είναι, για εσάς, σαν φαντάσματα στην ντουλάπα!

Έχω την αίσθηση ότι μια νέα γενιά, αλλά και οι παλαιότεροι, ανακαλύπτουν ξανά τη δημοτική μουσική. Η κακοποιητική χρήση της από τη δικτατορία οδήγησε στον χλευασμό της. Για χρόνια, ήταν «γραφικό» να ακούς δημοτικά. Νομίζω ότι τα τελευταία 10-15 χρόνια ανακαλύπτουμε ξανά τον πλούτο της, τους μουσικούς της, τα όργανα. Ακόμα και τα πανηγύρια αναβιώνουν σε διάφορα μέρη ως γιορτές αληθινές, ως γιορτές της τοπικής κοινωνίας. Εσύ πώς ανακάλυψες αυτή τη μουσική και πώς έκανες την έρευνά σου;

Δεν έκανα κάποια ιδιαίτερη έρευνα, είχα τα 78αρια. Όσο τα ακούς, κολλάς με μια φωνή και αρχίζεις να διαβάζεις βιογραφίες, άρθρα και αναλύσεις. Με ενδιέφερε από νωρίς η ιστορία της Βάκα και των Ρωμανιωτών. Έχω ασχοληθεί και παλαιότερα μαζί τους, όταν έψαχνα την ηπειρώτικη μουσική και πιο συγκεκριμένα τη μουσική των Ιωαννίνων.

Υπήρχε μια συσχέτιση με τον Αλέξη Ζούμπα (σ.σ. τον περίφημο βιολιστή στον οποίο ο King αναφέρεται εκτενώς στο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι»). Παίζει ένα κεντρικό ρόλο ο ίδιος και ήταν εκεί στον πρώτο δίσκο της Βάκα στη Victory Recording Company. Ξέρεις, άλλωστε, ότι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ περίπου την ίδια εποχή.

Ήταν ζευγάρι άραγε;

Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, αλλά κάτι μέσα μου θα ήθελε να το πιστέψει αυτό σαν κομμάτι μιας ωραίας ιστορίας. Βέβαια, η Αμαλία είχε πρώτα έναν Ρωμανιώτη σύζυγο και μετά έναν Ορθόδοξο, ενώ ο Ζούμπας είχε εδώ, στην Ελλάδα, μια σύζυγο. Μα… ήταν στην Αμερική, συμβαίνουν διάφορα (γέλια). Είναι ρομαντικό, αλλά δεν έχω στοιχεία να το επιβεβαιώσω.

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που άρχισες να ασχολείσαι με την ηπειρώτικη μουσική. Παραμένεις ο ίδιος άνθρωπος;

Όχι, αλλάζουμε οι άνθρωποι.

Είμαστε σαν ποτάμια, ε; Κι εγώ αυτό πιστεύω. Πώς σε επηρέασε αυτή η δουλειά; Εννοώ, προέρχεσαι από τη Βιρτζίνια, λάτρεψες την Ήπειρο. Οι ξένοι που έρχονται συνειδητά συνήθως πάνε στα νησιά για να ζήσουν. Γιατί τελικά κόλλησες με αυτή τη γωνιά της γης;

Μερικοί άνθρωποι λατρεύουν καθετί «εξωτικό», όμορφο και παράξενο. Εγώ ερωτεύτηκα μόνο το εξωτικό. Ανέφερες ότι πάνε και ζουν κοντά στην παραλία, στον ήλιο, στα νησιά. Εγώ επέλεξα ένα μέρος μάλλον κρύο, καθώς αυτό που λάτρεψα ήταν η μουσική του. Ο πολιτισμός του. Είναι τόσο διαφορετικό μέρος. Πρέπει να σου αρέσει, να το αντέξεις το μέρος. Εγώ κατεβαίνω εδώ από το λεωφορείο και νιώθω ότι είμαι «σπίτι μου».

Πρέπει να σου πω ότι νιώθω έναν ισχυρό δεσμό με τα Ζαγοροχώρια και την Ήπειρο, καθώς το χόμπι μου είναι το ορεινό τρέξιμο. Όταν διάβασα το βιβλίο και βρέθηκα ξανά στην εκκίνηση του αγώνα των 80 χλμ. στο Τσεπέλοβο, η ματιά μου είχε πλέον αλλάξει εντελώς για τον τόπο αυτό. Το πανηγύρι, οι οργανοπαίχτες, η ηπειρώτικη μουσική, το τσίπουρο πήραν άλλο δρόμο στο μυαλό μου. Πες μου, όμως, τα πλάνα σου από εδώ και πέρα…

Ζω στην Κόνιτσα αρκετούς μήνες πλέον. Έχω κάποιες μελέτες που τρέχουν και κάποιες δουλειές. Βασικά, όμως, θέλω η κόρη μου που ζει στη Θεσσαλονίκη να αγαπήσει την Ελλάδα όσο εγώ. Ακόμα, θέλω να είμαι παραγωγικός, να συνεργαστώ, να αλληλεπιδράσω, να γράψω. Συμβαίνουν ήδη αυτά και είμαι ευχαριστημένος.

Ενδιαφέρομαι για τη μουσική, αλλά και για το σινεμά, και ειδικά το storytelling. Συγκεκριμένα το storytelling το θεωρώ πολύ σημαντικό με έναν «ομηρικό» τρόπο. Όπως οι αρχαίες μυθολογίες πέρασαν από γενιά σε γενιά με την προφορική αφήγηση, έτσι με ενδιαφέρει μια επαναφορά αυτής της παράδοσης. Πρέπει να σου πω ότι, ναι μεν τον λέμε «ομηρικό» τρόπο, αλλά αποτέλεσε ίδιον όλων των λαών και των παραδόσεων να μεταφέρουν προφορικά τις διάφορες ιστορίες.

Λέγοντας την ιστορία και αναπαράγοντάς την, φτάνει τελικά να μπει σε μια συγκεκριμένη φόρμα και μου αρέσει πολύ αυτό.

Με ενδιαφέρει ακόμα πάρα πολύ αυτό που ονομάζω στη μουσική το «αποτύπωμα των νότιων Βαλκανίων». Την κατανόηση της μουσικής πέρα από τα σύνορα των χωρών στην ευρύτερη περιοχή.

Είμαι σίγουρος ότι με τη Βόρειο Ήπειρο υπάρχουν ισχυροί μουσικοί δεσμοί.

Έχεις απόλυτο δίκιο και δουλεύω κάτι σχετικό τώρα και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Σε δύο εβδομάδες θα παρουσιάσω μια δουλειά μου στο σχολείο των φυλακών της Κέρκυρας, όπου κρατούνται καταδικασμένοι Έλληνες και Αλβανοί. Θα παίξω μουσική γι’ αυτούς.

Είναι τόσο «Johnny Cash» αυτό! (Αναφορά στις περίφημες συναυλίες του Cash στις εγκαταστάσεις Folsom State Prison τον Ιανουάριο του 1968.)

(Γελάει και κάνει την γκριμάτσα που παραπέμπει στο «τι να κάνω τώρα!»). Επίσης, σε 5 μήνες θα κάνω μια περιοδεία σε όλη την ανατολική ακτή των ΗΠΑ, με ένα συγκρότημα 10 γυναικών, τις «Ισοκράτισσες». Πρόκειται για ένα πολυφωνικό συγκρότημα και οι κυρίες κατάγονται από την Πολύτσανη και τη Δερόπολη. Θα κάνουμε ένα tour για πρώτη φορά στην Αμερική.

Τελειώνοντας, πήγαμε σε μονοπάτια πιο προσωπικά, πιο δικά μας.

Ερχόμενος να ζήσω στην Ήπειρο, ουσιαστικά διάλεξα πού θέλω να πεθάνω. Διάλεξα, όμως, και πού θέλω να ζήσω. Το βλέπω πολύ ανοιχτά.

Είναι τόσο επικούρειο αυτό που λες για τη ζωή και τον θάνατο!

Μετά από αυτό θέλησα να αλλάξω το κλίμα ώστε να ελαφρύνει…

Πες μου τις «παράνομες μουσικές απολαύσεις» σου. Δεν σε λύγισα που ανέφερα τους Villagers of Ioannina City, τον Johnny Cash ή τον John Fogerty; Είναι πολύ «ηλεκτρικοί» όλοι αυτοί για σένα;

Ίσως είναι λίγο παράξενες οι παρανομίες μου. Είμαι φίλος με τον Tom Waits και κάποιες φορές μου αρέσει να τον ακούω, νοσταλγώντας την Αμερική, αλλά και τον John Fahey, έναν Αμερικανό, σχετικά ιδιόρρυθμο, κιθαρίστα.

Συγχώρεσέ με που ακούω μουσική με ηλεκτρικά όργανα!

Ο καθένας έχει δικαίωμα να έχει κακό γούστο, όχι όχι καλά κάνεις! (γέλια).

Να σου πω την αλήθεια, όταν μέσω του βιβλίου σου οδηγήθηκα να ακούσω το Μοιρολόι του Αλέξη Ζούμπα είπα «Θεέ μου, τι είναι αυτό;».

Θα έπρεπε να μην είχες το μυαλό στο κεφάλι σου για να μην πεις «Θεέ μου». Πραγματικά, δεν έχει βρεθεί κάποιος να μου πει κάτι κακό γι’ αυτό το παίξιμο.

Μπορείς να πεις πολλά για τα επιτεύγματα του ανθρώπου. Έχουμε καταφέρει πολλά, έχουμε καταστρέψει και πολλά πράγματα. Για όλα υπάρχει αυτή η διττή στάση, όχι όμως γι’ αυτό που κατάφερε να παίξει και να ηχογραφήσει ο Αλέξης Ζούμπας.

***

Όταν τελείωσε η συνέντευξη, χωριστήκαμε για λίγες ώρες, καθώς ακολουθούσε η τρίτη και τελευταία διάλεξη. Περπάτησα στη βροχή για να αφομοιώσω τα λόγια του Chris, τη μαγεία της μουσικής και τον τρόπο που κάνει τους ανθρώπους να συνομιλούν σαν άλλη lingua franca. Συνειδητοποίησα ότι η μουσική ενώνει με έναν ισχυρό δεσμό συναισθημάτων, ανοίγει ορίζοντες και προκαλεί πάθη. Νοηματοδοτεί τον έρωτα και απαλύνει το επερχόμενο τέλος. Βρέθηκα σε ένα ετοιμόρροπο παλιό χάνι και εκεί σαν να άκουσα τρεις γυναίκες να ψιθυρίζουν. Ίσως ήταν η Στέλλα, η Αμαλία και η Ρόζα. Ίσως να τραγουδούσαν.


Την οργάνωση των τριών διαλέξεων ανέλαβε η Bespoke Communications, την οποία ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία στα Ιωάννινα, ενώ πραγματοποιήθηκαν με τη στήριξη της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Στρατηγικοί εταίροι ήταν το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών, η Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων και το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

H Μουσική των Ελληνοεβραίων Γυναικών στις Αρχές του 20ού Αιώνα

Η Νύχτα Ανήκει στην Patti Smith

Κωνσταντίνα Βαρσάμη: «Αν δεν Υπάρχει Στίχος, τι να Τραγουδήσεις»;

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Ο Άρης Γαβριελάτος είναι κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδες στον Κοινωνικό Αποκλεισμό και το Φύλο.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+