Συγγραφείς! Ποιοι και ποιες είναι τελικά; Τι περνάει από το μυαλό τους και με ποιον τρόπο φτάνουν να αποτυπώσουν στο χαρτί τις ιστορίες που σκαρφίζονται; #ExRay: η στήλη αυτή του newsletter μας για το βιβλίο, με τίτλο ένα παιχνίδι ανάμεσα στο Ex Libris και την «ακτινογραφία» αγγλιστί (x-ray), φιλοξενεί κάθε φορά έναν/μία συγγραφέα.
Με χιουμοριστική διάθεση αλλά και αγνή, πραγματική περιέργεια, τους καλούμε να καταθέσουν ό,τι προαιρούνται από τα εσώψυχά τους και να αυτοσχεδιάσουν απαντώντας σε 10 –φαινομενικά απλές– ερωτήσεις. Καλεσμένος αυτού του μήνα ο Γιώργος Γκόζης.
O Γιώργος Γκόζης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970. Σπούδασε Θεολογία, με ειδίκευση στην Αγιολογία. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1998 και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 7 προσωπικά έργα πεζού λόγου, ενώ έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 17 συλλογικά. Μιλά αγγλικά, ρωσικά, σερβικά, κροατικά, σλοβενικά, μαυροβουνιακά, βοσνιακά.
Μεταφράζει επιλεγμένα έργα της ρωσικής και σερβικής πεζογραφίας, ενώ έργο του έχει συμπεριληφθεί στο θεατρικό αναλόγιο «Ανασκαφή-1» του ΚΘΒΕ τη σεζόν 2015-2016. Είναι επίσης μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Εταιρείας Συγγραφέων, του ΡΕΝ Greece και επίτιμο μέλος του PEN Tsentru Armanescu.
Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που θυμάστε;
Το παραβολικό παραμύθι για παιδιά «To Βρωμοχώρι», σε κείμενο κι εικονογράφηση της Σοφίας Ζαραμπούκα. Ήδη από το 1977 διαβάζω για την ατμοσφαιρική ρύπανση και τον αδιάφορο δήμαρχο της πόλης, μια διαχρονική προτύπωση της καταραμένης νεοελληνικής μας μικροπολιτικής και της διάβρωσης του υλικού κόσμου που μας περιβάλλει, λες και δεν είναι αυθύπαρκτος, λες και είναι μονίμως υποχρεωμένος να λειτουργεί ως ινσταλέισον στις «δράσεις» μιας χαζοχαρούμενης κοινωνίας.
Το αγαπημένο σας βιβλιοπωλείο; (Ναι, κάντε του διαφήμιση!)
Αγαπημένο βιβλιοπωλείο για εμένα είναι μόνο το προσωπαγές, το ανεξάρτητο, εκεί όπου ο βιβλιοπώλης και η βιβλιοπώλις είναι λάτρης και λάτρις του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού, του φτηνότερου πολιτιστικού αγαθού ίσως, και υποδέχεται τον στιβαρό ή δυνητικό αναγνώστη στο αρχονταρίκι του ως άρχοντα κι όχι στον ξενώνα του ως ξένο.
Στη Θεσσαλονίκη, η «Γιάφκα», η «Μυθιστορία», οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες», το «Κεντρί», η «Τύρφη», στην Αθήνα το «Λιμπρόφιλο», το «Επί Λέξει», στα Χανιά το «Μικρό Καράβι», στην Αλεξανδρούπολη το «Κάφκα», στην Ξάνθη το «Δύο», στην Πάτρα το «Πίξελ». Οπωσδήποτε είναι πολλά περισσότερα, αλλά, εκτός από βιωματικός συγγραφέας, είμαι εξίσου βιωματικός αναγνώστης και θαμώνας, επομένως γράφω μόνο για όσα γνωρίζω.
Συγγραφέας που θα καλούσατε σε δείπνο (Ή μήπως σε δείπνο… κυανίου; Διευκρινίστε όμως για να μη γίνει κάποιο λάθος!)
Αν μαγείρευα εγώ, μάλλον νηστικοί θα μέναμε, δεν κατέχω ούτε αυγό να βράζω, αλλά η πνευματική τροφή θα ήταν άφθονη, επειδή θα καλούσα τον προσφάτως εκλιπόντα Μητροπολίτη Περγάμου, Ιωάννη Ζηζιούλα, έναν από τους σπουδαιότερους θεολόγους σε διαθρησκειακό επίπεδο. Θα ήθελα να τον ακούω μόνο, να μιλάει για την κτίση ως ευχαριστία, για το ζήτημα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος που δεν είναι πλέον πολυτέλεια για τη θεολογία, για τη ραγδαία επιδείνωση της σχέσης μας με το φυσικό του περιβάλλον, για την τύχη του υλικού μας κόσμου και την απόδοση λογαριασμού προς τον κτίστη του παντός, για τη διαμόρφωση ήθους και νοοτροπίας ως εναλλακτικής λύσης έναντι του τεχνολογικού πολιτισμού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών μας που καταστρέφει αλόγιστα το φυσικό περιβάλλον.
Βιβλίο που θα θέλατε να έχετε γράψει;
Βιβλίο; Ένα; Να ’ταν μόνο ένα! Επειδή, όμως, είμαι βιωματικός συγγραφέας, ας πω πρώτα όσα μου έρχονται αμέσως στο μυαλό, το «Κάτω από τις Οπλές» του Γιάννη Ατζακά, το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, ένα παγκοσμίου μεγέθους έργο, τους «Ανθρωποφύλακες» του Περική Κοροβέση, το «Μονοπάτι στη Θάλασσα» του Αντώνη Σουρούνη, όλα τους βιωματικά βιβλία, όλοι τους βιωματικοί συγγραφείς.
Πώς όμως να θέλει να γράψει κανείς αυτά τα έργα, αν δεν έχει πρώτα βιώσει τις ιστορίες τους στο πετσί και στην ψυχή του, τα γεγονότα τα οποία πέρασαν από πάνω του, από μέσα του, τι να γράψω εγώ ο ελάχιστος, o φλώρος, εμπρός σε αυτά τα αναστήματα; Η αναρώτηση, βέβαια, είναι η εξής, αξίζει να ζήσει κανείς την Ιστορία ως οδοστρωτήρα για να την κάνει κατόπιν βιβλίο ή μήπως καλύτερα να μην είχε χρειαστεί να συμβεί αυτό; Μήπως ένα βιβλίο λιγότερο στον κόσμο δεν θα ήταν και σπουδαία απώλεια αν δεν είχε προηγηθεί βιασμός σώματος και ψυχής;
Το βιβλίο που διαβάζετε τώρα;
Τώρα τώρα; Διαβάζω διαδοχικά, αλλά όχι ταυτόχρονα ορισμένα κομψοτεχνήματα της ανθρώπινης σκέψης: τον «Δόκτωρα Ψ» του Σωτήρη Παστάκα, θεράποντα ψυχιατρικής και ποίησης –εδώ να δείτε ψωμί για τις Ακτίνες Χ, τη στήλη σας!-, ξαναδιαβάζω τα γραμμένα με σάρκα και αίμα, «Σε Αναζήτηση Ύφους» και «Σαλονικάι» του Αλμπέρτο Ναρ, τις μυθιστορίες «Θεσσαλονίκης Χαλκεία και Χαλκεύματα» των Σίμου και Λένας Οφλίδη, το «Άσμα Ασμάτων» του Ιωσήφ Βεντούρα, μια εξαιρετική μονογραφία σε αντιπαραβολή του μασοριτικού κειμένου με εκείνο της μετάφρασης των Εβδομήκοντα, τον «Πατέρα Σέργιο» του Λεφ -και ποτέ Λέων- Τολστόι. Επειδή όμως το «τώρα» κυλάει σαν νερό, γενικά φροντίζω να παρακολουθώ την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά και να μην παραλείπω την τόσο παραγκωνισμένη μεσαιωνική μας γραμματεία.
Αλήθεια, γιατί γράφετε;
Δεν θα ισχυριστώ από ματαιοδοξία, με τίποτα, α, μπα, ποτέ, άλλωστε πού ακούστηκε ματαιοδοξία στους συγγραφείς, σοβαρολογείτε, α, όχι, λάθος εντύπωση… Στη δική μου περίπτωση ίσως υπερισχύει η ανάγκη μου για επικοινωνία, να μοιραστώ χαμηλόφωνα και ένας προς έναν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, αλλά και να εκφράσω τη δημιουργικότητά μου. Στα γραπτά τα καταφέρνω καλύτερα από τα προφορικά.
Ποια είναι η μεγαλύτερη επιρροή σας; (Όχι απαραίτητα από τον χώρο των γραμμάτων.)
Νομίζω οι άνθρωποι με τους οποίους συναντηθήκαμε οποτεδήποτε στη ζωή. Γράψαμε σε τεμνόμενους κύκλους, δίχως να το έχουμε συνειδητοποιήσει, και χωριστά ο καθένας τη δική του προσωπική ιστορία στο βιβλίο της ζωής μας, οπότε κάπου εκεί ορισμένες αράδες ή σελίδες μας είναι κοινές. Αυτές με επηρέασαν.
Σελιδοδείκτης, τσάκισμα σελίδων ή «λίγο μπρος, λίγο πίσω δεν χάθηκε ο κόσμος»;
Τσάκισμα σελίδων; Απαγορεύεται διά ροπάλου! Αν βλέπω άλλους να το κάνουν, τους παρακαλώ ευγενικά να μην πληγώνουν το βιβλίο. Σελιδοδείκτης, αυτό μάλιστα! Αυστηρά χάρτινοι, ποτέ λευκοί, σε μέγεθος 15 επί 12 και ας κατηγορηθώ για βιβλιοφιλικό φετιχισμό! Μπρος-πίσω ναι, αλλά μόνο στα διηγήματα, σε εκτενή αφηγήματα νομίζω πως αδικείται το έργο, οπότε ακολουθώ τις σελίδες.
Τι εκτιμάτε σε έναν εκδοτικό οίκο;
Κάποτε, το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα. Αργότερα, τις εν γένει επιλογές του και αν κάπου εκεί ταιριάζω κι εγώ. Τώρα πια έχω καταλήξει: τους ανθρώπους του, την αγάπη τους για τα κείμενα, αλλά και την εν γένει εμπλοκή σε σημείου ενσυναίσθησης με το όλον, να αισθάνομαι μέλος μιας εκδοτικής οικογένειας, να έχουμε ειλικρινείς ανθρώπινες σχέσεις. Ο πλανήτης θα εξακολουθήσει να περιστρέφεται και δίχως ένα προσωπικό μας βιβλίο περισσότερο ή λιγότερο.
Με τι κάνει ιδανικό ζευγάρι ένα βιβλίο;
Με την αυτού μεγαλειότητα τον αναγνώστη του, τον έναν και μοναδικό.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Δέκα Ερωτήσεις Αναζητούν Συγγραφέα | David Mitchell
Δέκα Ερωτήσεις Αναζητούν Συγγραφέα | Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης