Το τελευταίο διάστημα διαβάζω δύο βιβλία εναλλάξ. Συνήθης πρακτική των βιβλιόφιλων που έτσι, καμιά φορά, μπερδεύονται με τους ήρωες ή πελαγώνουν για το ποιο βιβλίο να συνεχίσουν. Και τα δύο από τις εκδόσεις Οξύ: το «Pearl Jam Not For You» του Ronen Givony και τα «Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» του Στέφανου Τσιτσόπουλου.
«Not for You: Οι Pearl Jam σε Χρόνο Ενεστώτα» | Ronen Givony
Καθισμένος σε ένα πεζούλι Απρίλιο μήνα στην Τήνο, ίσως 2001. Μαζί με έναν συμφοιτητή και φίλο, έχουμε ανοίξει τις πόρτες από το δανεικό Seat Ibiza και ακούμε δυνατά το Rearview Mirror χαζεύοντας το Αιγαίο. Τόσο πίσω με πήγε αυτό το βιβλίο. Και αν από εκείνη τη φιλία και από εκείνο το Ibiza δεν απέμεινε τίποτα, οι Pearl Jam εκφράζουν ουσιαστικά ό,τι απέμεινε από τη σκηνή του Seattle, από το grunge και από όλα όσα άλλαξε στη μουσική αυτή η γωνιά της Αμερικής.
Ο Givony είναι απολαυστικός. Μελέτησε το συγκρότημα με ενδελεχή τρόπο, με εμμονή, με πάθος. Δεν είναι μόνο ότι προσφέρει εκπληκτικές αναλύσεις, με μπόλικο χιούμορ και ατάκες που ίσως χάνουν στη μετάφραση ή στον γραπτό λόγο (χωρίς επ’ ουδενί να φταίει ο μεταφραστής Πάνος Τομαράς). Ούτε ότι έχει δει το συγκρότημα live σχεδόν 60 φορές, κι ότι επικεντρώνεται σε αρκετές ιστορίες γύρω από τον frontman Eddie Vedder. Είναι ότι με πολύ απλό τρόπο μέσα από το γραπτό του, αναλύει ό,τι έχει συμβεί στις ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια.
Το βιβλίο, πέρα από ανεπίσημη βιογραφία του συγκροτήματος, αποτελεί μια πολιτικοκοινωνική πραγματεία. Αρχίζει από τις πρώτες μέρες του συγκροτήματος ή, πιο σωστά, πριν ακόμα ξεκινήσει όπως το γνωρίζουμε. Ξεψαχνίζει όλη τη μουσική σκηνή του Seattle και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους συνέβη ό,τι συνέβη εκεί στα βορειοδυτικά.
Καθώς το συγκρότημα εξελίσσεται, αλλάζει drummers, τα μέλη του (και ο πλανήτης) βλέπει φίλους του, όπως ο Cobain, να πεθαίνουν. Παράλληλα, φτάνει στην κορυφή των πωλήσεων και παίζει σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Την ίδια ώρα, η Αμερική εισβάλει στο Ιράκ, ψηφίζει συντηρητικές κυβερνήσεις, παρακολουθεί με τρόμο τους δίδυμους πύργους να πέφτουν, στέλνει στρατό στο Αφγανιστάν, ενώ παράλληλα παλεύει για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στο εσωτερικό της.
Σημαντικό στοιχείο είναι το ότι ο Givony περιγράφει εξίσου τα «στραβά» του συγκροτήματος, ενώ και πάλι με όπλο το χιούμορ «τα βάζει» με κάποια τραγούδια που δεν του αρέσουν καθόλου. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγει την «αγιογραφία», εκφράζοντας πιο έντονα την αγάπη και την αυθεντικότητα ενός οπαδού.
Εν τέλει, χορταστικό! Αν ακούτε Pearl Jam θα σας «αναγκάσει» να ψάξετε τραγούδια στο Youtube, αν όχι, αξίζει τον κόπο να ανακαλύψετε παράλληλα με το βιβλίο κάποια από τα εμβληματικά τους τραγούδια. Οι Pearl Jam είναι οι: Jeff Ament, Stone Gossard, Mike McCready, Eddie Vedder και Matt Cameron, ενώ πρέπει να αναφέρουμε τουλάχιστον τον πρώην ντράμερ τους, τον εμβληματικό Dave Abbruzzese, η φυγή του οποίου δίχασε τους φαν του συγκροτήματος.
«Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» | Στέφανος Τσιτσόπουλος
Έζησα στην Κυψέλη 18 χρόνια. Ο σκύλος πάντα εκεί, Σκύρου και Φωκίωνος Νέγρη, με πολλές ιστορίες να παλεύουν για το ποια θα είναι η πιο ελκυστική. Στην «κυρία του σιντριβανιού» στο Select παίζαμε μπουγέλο Ιούνιο μήνα στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Στο Select αγόραζα την τούρτα των γενεθλίων μου.
Η Κυψέλη ήταν κυψέλη. Μεγαλόπρεπη στα μάτια μου, κοντά σε όλα, αλλά και λίγο μακριά. Δεν ήταν κέντρο, μα ούτε προάστιο. Ήταν μαγική, όπως ακριβώς την περιγράφει ο Τσιτσόπουλος στο βιβλίο του.
«Μια ηδονοθηρική τοιχογραφία εποχής από τη δεκαετία του ’60 ως τις μέρες μας, με χαρακτήρες τόσο αληθινούς και άλλο τόσο fiction». Έτσι λέει το δελτίο Τύπου. Η Τζούντι Γκάρλαντ, οι Ramones, οι Σιέλ κυρίες, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο Γουστάβος Φλωμπέρ, ο Γιώργος Λάνθιμος, η Κλαίουσα Κυρία και πόσοι άλλοι πέρασαν από την Κυψέλη.
Η ιστορία έχει ως εξής: ένας αινιγματικός Θεσσαλονικιός που κάτι ψάχνει να βρει στη «Φόκα Νέγκρα», η ψυχίατρος ερωμένη του, το φάντασμα της στριπτιζέζ Ρίτα Κάντιλακ και δύο μυστηριώδεις μελαγχολικές κυρίες με σιέλ μαλλιά θα ταξιδέψουν απρόσμενα στον χρόνο για να ξεκαθαρίσουν κάθε ανεξόφλητο λογαριασμό χαράς, πένθους, μοναξιάς και προσμονής για αληθινή αγάπη και συγχώρεση. Με φόντο το καφέ Select, το μπαρ Αu Revoir και το μυθικό κλαμπ Quinta, οι ζωές τους θα παρασυρθούν από τα νερά που, όπως λένε, κυλούν ακόμα ατίθασα κάτω από τον πεζόδρομο.
Αυτό που καταφέρνει ο Τσιτσόπουλος είναι να γράψει έναν ποταμό λέξεων, όπως αυτός που ρέει κάτω από τον πεζόδρομο. Θυμίζοντάς μου τον Κέρουακ στο «Δρόμο», ασυγκράτητος, πικρός και γλυκός με τους ήρωές του, καταφέρνει να μας ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και να καταγράψει όλα όσα συνέβαιναν στην Κυψέλη, χωρίς να εγκλωβίζεται χωροταξικά.
Ένα ροκ μυθιστόρημα, που περιγράφει την Κυψέλη που πρόλαβα κι εγώ. Με τον «τρελάκια» «Paezano… ζντουπ», το βιβλιοπωλείο «Βέλμαχος», τη Δημοτική Αγορά με βαρέλια φέτα, το Επίλεκτον και το Σπιτικό, το Μικελίνο με τους μοντελισμούς, τα «πάνω» και «κάτω» Goody’s, τον υπόγειο μουσικό παράδεισο του συνονόματου Άρη που αγόραζε τα CD μας για λίγα ευρώ και τα πούλαγε «χρυσά» στους ανυποψίαστους.
Ένα μυθιστόρημα «αμερικάνικο» μα απόλυτα κυψελιώτικο, σαν τη γραμμή 2 του τρόλεϊ.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: