Η Άρτεμις Γρύμπλα και ο Κώστας Παπακωνσταντίνου στα Χνάρια των Ηρακλειδών

Πριν από λίγες μέρες είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την παράσταση «Ηρακλείδαι» του Ευριπίδη, που συνσκηνοθέτησαν η Άρτεμις Γρύμπλα και ο Κώστας Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Olvio.

Καθώς το καλό θέατρο γεννάει ερωτήματα, απευθύνθηκα στους δύο συνεργάτες, οι οποίοι μου απάντησαν με θέρμη, αποδεικνύοντας, αν θέλετε, και την αγάπη τους γι’ αυτό που κάνουν.

Καταπιαστήκατε με ένα έργο επίκαιρο. Ίσως είναι και αστείο να το λέμε αυτό για τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά είναι πραγματικό. Το έργο με οδήγησε στο ζήτημα των προσφύγων και στον τρόπο με τον οποίο τους μεταχειριζόμαστε ως χώρα και ως ΕΕ, και μάλιστα ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι Ηρακλείδες δεν θα είχαν καμία τύχη σήμερα. Συμφωνείτε;

Άρτεμις Γρύμπλα: Καθόλου αστείο! Οι περισσότερες τραγωδίες ασχολούνται με τη διαμάχη ανάμεσα στο ιδιωτικό-προσωπικό και το δημόσιο καθήκον, μεταξύ των φύλων, μεταξύ της πράξης και της απραξίας που γεννά η απελπισία εξαιτίας της βιαιότητας του κόσμου. Όλα αυτά είναι τόσο επίκαιρα όσο και η ανθρώπινη φύση. Οι Ηρακλείδες σήμερα θα είχαν μάλλον χαθεί στα κύματα του Αιγαίου, σπρωγμένοι «πίσω».

Κώστας Παπακωνσταντίνου: Η ιδιότητα του πρόσφυγα και η έννοια του ασύλου είναι στοιχεία που μας τράβηξαν αρχικά ώστε να επιλέξουμε το συγκεκριμένο έργο. Όταν όμως ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε στις πρόβες, είδαμε ότι το έργο μιλάει κυρίως για την αλλαγή της τύχης και για το πώς αλλάζει η θέση/άποψη των ανθρώπων όταν αλλάζει η θέση ισχύος τους, όταν αλλάζει δηλαδή το συμφέρον τους. Οι Ηρακλείδες στην αρχή του έργου είναι κυνηγημένοι και ζητούν να προστατευτούν από ένα δίκαιο που σέβεται τους ικέτες.

Στο τέλος του έργου, όμως, είναι νικητές και σκοτώνουν τον εχθρό τους Ευρυσθέα χωρίς να σεβαστούν ότι πλέον έχει πάρει αυτός τη θέση του ικέτη. Και η δημοκρατική Αθήνα, ενώ στην αρχή προστατεύει αναφανδόν τους κυνηγημένους, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα είναι έτοιμη να παρατήσει τους ικέτες της. Επίσης, οι Ηρακλείδες είναι ευγενικής καταγωγής και γι’ αυτό έχουν μια ελπίδα παραπάνω να γλιτώσουν και, όταν γλιτώσουν, θα ξαναγίνουν βασιλιάδες.

Και σήμερα θα είχαν ελπίδες να γλιτώσουν. Είναι τρομερό, αλλά και οι σημερινοί πρόσφυγες έχουν, μέσα στη δυσκολία τους, περισσότερο ή λιγότερο την ελπίδα να τα καταφέρουν ανάλογα με τις οικονομίες τους και τη χώρα προέλευσής τους. Πάντως, χωρίς να υπάρχουν ίσως εύκολες λύσεις, είναι ντροπή και για την ΕΕ και για τη χώρα να πνίγονται παιδάκια στις θάλασσές μας.

Aλήθεια, πώς προέκυψε η ιδέα της συνσκηνοθεσίας και σε τι εξυπηρέτησε τελικά; Είναι άξιο προσοχής, καθώς θεωρώ ότι ο σκηνοθέτης ή η σκηνοθέτιδα έχει ένα όραμα στην απόδοση του έργου και στην περίπτωσή σας όφειλε να είναι κοινό.

Α.Γ.: Η ιδέα ήταν του Κώστα! Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν με πήρε τηλέφωνο για να συνεργαστούμε στη σκηνοθεσία γι’ αυτή την παράσταση. Είχαμε ξανασυνεργαστεί στην «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, που ανέβηκε το 2018 στο Cartel. Εκεί, από τη σκοπιά του ηθοποιού εγώ. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος της δουλειάς του και η έρευνα που έκανε στην πρόβα με άξονα τον ηθοποιό, κι έτσι κάπως ταιριάξαμε και βρεθήκαμε ξανά, με εκείνον πάνω στη σκηνή αυτή τη φορά.

Κ.Π.: Ήταν σίγουρα κοινή η επιθυμία μας να ξανασυνεργαστούμε. Με την Άρτεμη Γρύμπλα είχαμε δουλέψει μαζί, εγώ ως σκηνοθέτης και η Άρτεμις ως ηθοποιός. Στους «Ηρακλείδες» ήθελα να παίξω, οπότε δεν θα μπορούσα να σκηνοθετήσω μόνος μου. Έτσι πρότεινα στην Άρτεμη να το σκηνοθετήσουμε μαζί. Άλλωστε, η συνσκηνοθεσία μου με την Αγγελική Μαρίνου στον «Γάμο» του Μάριου Ποντίκα στην προηγούμενη δουλειά της ομάδας μας, είχε πάει καταπληκτικά.

«Το ότι κάνουμε θέατρο τον καιρό της πανδημίας είναι από μόνο του σημαντικό και ιστορικά άξιο. Το ότι κάνουμε και καλές παραστάσεις είναι ακόμα σημαντικότερο».

Η τραγωδία σε κλειστό χώρο ήταν για όλους/ες μας στην ομάδα άγνωστο πεδίο. Δεν ξεκινήσαμε, λοιπόν με ξεκάθαρο σκηνοθετικό όραμα. Για να είμαι ειλικρινής, ξεκινήσαμε με μια σειρά από γρίφους και αινίγματα, που σκηνοθετικά έπρεπε να λύσουμε. Απαντώντας στο καθένα από αυτά, άρχισε να διαμορφώνεται η παράσταση ως σύνολο.

ΞανθίαςΠροσωπικά, με συγκλόνισε ο μονόλογος της Μακαρίας. Και το επαναλαμβανόμενο –σαν τα σανσκριτικά μάντρα– «πάντα η αρετή προβαίνει με θυσίες». Προσπαθώ να βρω μια ερώτηση για το νόημα της θυσίας τότε και σήμερα, αλλά δεν μπορώ, οπότε θα ήθελα ένα σχόλιο και των δύο!

Α.Γ.: Η Μακαρία βγαίνει από τον ναό στον οποίο «πρέπει» να μένουν οι γυναίκες για να προστατεύονται και μιλάει όταν «πρέπει» να μένει σιωπηλή. Επιλέγει να πεθάνει, παρά να φύγει ξανά μαζί με τ’ αδέρφια της σε αναζήτηση ενός νέου τόπου, που ίσως τους προσφέρει ασυλία.

Προσφέρει τον εαυτό της στη θυσία που ζητείται από τους θεούς προκειμένου να κερδηθεί ο πόλεμος με το Άργος, με την ελπίδα πως αυτή είναι η λύση για τα βάσανα και τα προβλήματά της. Δεν είναι ηρωϊκή, αλλά απελπισμένη, και δρα απέναντι στην αδράνεια των ανδρών που όριζαν μέχρι πρότινος την τύχη της.

Κ.Π.: Ο μονόλογος της Μακαρίας είναι διφορούμενα αντιφατικός από γραφής του. Εκφράζει έναν πατριωτικό, στερεοτυπικό, αλλά ταυτόχρονα και χειραφετητικό λόγο. Εμείς εστιάσαμε στο δεύτερο. Είναι μια γυναίκα που σπάει τους κανόνες που της επιβάλλουν και θυσιάζεται όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό της.

Είμαι πολύ χαρούμενος που τον αποδίδει τόσο μοναδικά η Έλενα Σταύρου, που είναι παιδί του Πειραϊκού Συνδέσμου, της δραματικής σχολής που διδάσκω και όπου τα τελευταία χρόνια γίνεται καταπληκτική δουλειά υπό τη διεύθυνση του συναδέλφου Σταύρου Καραγιάννη.

Κλείνουμε δύο χρόνια μιας παράξενης κατάστασης. Πώς σας επηρέασε ως εργαζόμενους στον χώρο της τέχνης, αλλά και πέρα από την ιδιότητά σας αυτή, ως ανθρώπους; Το ρωτώ διότι για κάποιους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος ενώ σε άλλους λειτούργησε δημιουργικά.

Α.Γ.: Θαυμάζω τους ανθρώπους για τους οποίους λειτούργησε δημιουργικά! Για μένα, παρόλο που ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου μέσα στο διάστημα αυτό και είχα την τύχη να είμαι από τους ελάχιστους που δούλεψαν μέσα στην καραντίνα, αυτή η διετία ήταν μια συνεχής προσπάθεια κόντρα στην απελπισία και την απογοήτευση.

Μπαίνοντας στην πρόβα για τους «Ηρακλείδες», είπαμε, με απόλυτη ειλικρίνεια, πως αυτή η αβεβαιότητα της παρουσίασης της παράστασης μας ξεζουμίζει κάθε δημιουργικότητα. Από εκεί και πέρα, μάθαμε να δουλεύουμε και κόντρα σ’ αυτό, ή μάλλον, μαζί μ’ αυτό.

Κ.Π.: Οι «Ηρακλείδες» ήταν να ανέβουν πέρσι. Πέρσι όμως βιώσαμε ένα σκοτάδι πρωτόγνωρο. Δεν ήταν μόνο ότι δεν άνοιξαν τα θέατρα, ήταν γενικά μια χρονιά που δεν μπορούσες όχι μόνο να κάνεις, αλλά ούτε και να φανταστείς ωραία πράγματα. Τώρα, το ότι κάνουμε θέατρο τον καιρό της πανδημίας είναι από μόνο του σημαντικό και ιστορικά άξιο. Το ότι κάνουμε και καλές παραστάσεις είναι ακόμα σημαντικότερο.

Στην παράσταση υπάρχει μια ιδιαίτερη κινησιολογία που, με κάποιο τρόπο, κουμπώνει με το κείμενο. Πείτε μου λίγα λόγια για την αρχική ιδέα και πώς εξελίχθηκε;

Α.Γ.: Το έργο, γραμμένο στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, έχει την τάση να εμψυχώνει και να ανυψώνει τους Αθηναίους, για την πίστη τους στους θεσμούς, το δημοκρατικό τους πνεύμα και το ανώτερο σύστημα αξιών τους. Εμείς, μέσω αυτής της κινησιολογίας, προσπαθήσαμε να αποδώσουμε μια πιο σκωπτική ανάγνωση του χορού των Αθηναίων και των επιλογών τους.

Η Μαργαρίτα Τρίκκα και η Κατερίνα Γεβετζή πειραματίστηκαν πολύ. Καταλήξαμε σε αυτά τα ανά διαστήματα ναρκισσιστικά πλάσματα του χορού, που τους αρέσει η ειρήνη και ο χορός, αλλά δεν διστάζουν, όταν χρειαστεί, να πολεμήσουν.

Κ.Π.: Ένα μεγάλο ερωτηματικό ήταν πώς θα αντιμετωπίζαμε τα στάσιμα του χορού. Οι κινησιολόγοι μας, η Μαργαρίτα Τρίκκα και η Κατερίνα Γεβετζή, και ο μουσικός μας, ο Βασίλης Κουτσιλιέρης, έφερναν συνέχεια υλικό στην πρόβα. Τελικά, όλη η παράσταση ακολουθεί ένα ύφος που παλατζάρει ανάμεσα στο σοβαρό και το φαιδρό. Το ίδιο υπηρετούν και τα στάσιμα.

Κλείνοντας, θα ήθελα δυο λόγια από τον Κώστα για τα πλεονεκτήματα του να δουλεύεις με μια θεατρική ομάδα, αλλά και πώς θα πορευθεί η ομάδα «Ξανθίας» μετά τον Ευριπίδη.

Πλέον δουλεύουμε 10 χρόνια μαζί. Περνάει από διάφορες φάσεις αυτή η διαδικασία. Σίγουρα έχουμε αναπτύξει κοινούς κώδικες και μιλάμε την ίδια γλώσσα. Όλα αυτά τα χρόνια χάσαμε ανθρώπους, γεννήσαμε μωρά, γίναμε φίλοι και σύντροφοι, κάτι σαν οικογένεια. Το επόμενο έργο συζητάμε μήπως είναι κωμωδία…

Περισσότερο θέατρο στην αθηΝΕΑ:

«Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου»: Ήρωες και Αντιήρωες στη Σκηνή του ’21

«Η Μηχανή του Τούρινγκ»: Για μια Εnigmaτική Επιστημονική Προσωπικότητα

«Γυναικείες Ιστορίες» στο Θέατρο Vault

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Ο Άρης Γαβριελάτος είναι κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδες στον Κοινωνικό Αποκλεισμό και το Φύλο.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+