Ο όρος female rage (γυναικεία οργή) είναι σχετικά πρόσφατος και αφορά κινηματογραφικές ερμηνείες που αποδίδουν τον θυμό των γυναικών με ευθύτητα, χωρίς να υποκύπτουν στο στερεότυπο της απεικόνισης της γυναίκας ως συγκρατημένου, νωχελικού πλάσματος.
Ανέκαθεν οι γυναίκες στη μεγάλη οθόνη προβάλλονται σαν μονοδιάστατες υπάρξεις που εκπέμπουν αποκλειστικά ερωτισμό, θηλυκότητα και στοργή. Οι κινηματογραφικές γυναίκες σπανίως βρίσκονται σε καταστάσεις απόγνωσης ή ανεξέλεγκτης οργής, ενώ ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτά τα συναισθήματα –όταν, επιτέλους, ο κινηματογραφικός φακός στις ταινίες μυθοπλασίας τα αποτυπώνει– είναι βουβό κλάμα ενόσω η κάμερα κάνει ζουμ στο άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπό τους.
Πέρα από την Πραγματικότητα
Ο έλεγχος του θυμού, της απόλαυσης, της όρεξης, της φιλοδοξίας, ακόμη και του μυαλού της γυναίκας προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι βγαίνει εκτός των ορίων, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στη γυναικεία πραγματικότητα, αλλά εξοργίζουν το κοινό –ενδεχομένως το γυναικείο περισσότερο–, καθώς αισθάνεται ανίκανο να ταυτιστεί με την ηρωίδα.
Επιπλέον, είναι δεδομένο –και εξίσου εξοργιστικό– ότι τα κινηματογραφικά αυτά πρότυπα έχουν επιβληθεί από άτομα –άντρες κατά κύριο λόγο– που αποφασίζουν ποιους ρόλους θέλουν εκείνοι να έχουν στο σινεμά (ή στην τηλεόραση) οι γυναίκες.
Γυναικεία Οργή
Το female rage –ακόμη και εάν απέχει παρασάγγας από το να θεωρείται συνηθισμένη εικόνα– ανατρέπει τα δεδομένα, καθώς αφενός δίνει χώρο στην έκφραση της ευρύτατης και αληθινής γκάμας των συναισθημάτων μιας γυναίκας εκτός των προκαταλήψεων ή των προσδοκιών της κοινωνίας προς τα δύο φύλα, αφετέρου τονίζει τον κυρίαρχο ρόλο τους στην καθημερινή ζωή.
Βάσει στερεοτύπων, μια θυμωμένη γυναίκα ισοδυναμεί με μια παράλογη γυναίκα. Τα συναισθήματα κυριαρχούν, η λογική υποχωρεί και επομένως η αντίδρασή της δεν είναι αξιόπιστη, ούτε δικαιολογημένη. Όταν οι γυναίκες εκφράζονται όπως οι άντρες, δηλαδή με αυθορμητισμό, με οποιουδήποτε τύπου φυσικότητα, που μπορεί να είναι ακόμη και ένταση, φαντάζουν αγνώριστες και εξωπραγματικές.
Ταινίες και σειρές που δημιουργούν γυναικείους χαρακτήρες οι οποίοι εκφράζονται ακόμη και με οργή –όταν οι σεναριακές συνθήκες το απαιτούν– αναγνωρίζουν ότι το να καθοδηγείσαι από συναισθήματα είναι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας και σου επιτρέπει να εκτιμήσεις και να αντιμετωπίσεις άμεσα την κατάσταση που προκάλεσε αυτά τα συναισθήματα.
Τα Καρέ του Καταπιεσμένου Θυμού
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναπαράστασης καταπιεσμένου γυναίκειου θυμού ή γυναίκας που συμμορφώνεται με τα γυναικεία στερεότυπα είναι μια σκηνή από την ταινία «I, Tonya». Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Tonya Harding, αθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ, που αναμείχθηκε σε ένα μεγάλο σκάνδαλο το 1994.
Συγκεκριμένα, η σκηνή εστιάζει στο περιστατικό μετά τη φρικτή επίθεση που δέχτηκε η συναθλήτριά της Nancy Kerrigan κάτω από ύποπτες συνθήκες. Ο κόσμος της Tonya καταρρέει γύρω της. Έτοιμη να βγει ξανά στον πάγο, ώστε να κατοχυρώσει την ολυμπιακή της επιτυχία, η Harding στέκεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και βάζει φανταχτερό μακιγιάζ στο πρόσωπό της, προβάροντας διάφορα ψεύτικα χαμόγελα ενόσω κυλούν δάκρυα στο πρόσωπό της.
Η ποικιλία των συναισθημάτων της αποτυπώνεται στο πρόσωπό της, το οποίο παραμορφώνεται ολοένα και περισσότερο. Όλη η σκηνή, τραβηγμένη μπροστά από έναν καθρέφτη, μας δίνει μια γεύση για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αποδέχεται την Tonya και για τον τρόπο με τον οποίο έχει η ίδια κατασκευάσει τον χαρακτήρα της προκειμένου να επιβιώσει. Βάζει τα κλάματα από τον θυμό της, ωστόσο σταματά επιτόπου και επιστρατεύει ένα ψεύτικο χαμόγελο, το μόνο όπλο που της επιτρέπει η κοινωνία να χρησιμοποιήσει εναντίον της «ατίθασης» φύσης της.
Μια ακόμη χαρακτηριστική ταινία σχετική με τη στερεοτυπική έκφραση του γυναικείου θυμού στο σινεμά είναι «Οι Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι» του Martin McDonagh. Εκεί, η Mildred, ρόλος που ερμηνεύεται υποδειγματικά από τη Frances McDormand, αγοράζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες στα περίχωρα της αγροτικής πόλης ώστε να καταγγείλει δημοσίως τον αρχηγό της αστυνομίας που δεν προβαίνει σε συλλήψεις μετά τον θάνατο της κόρης της.
Στο επίκεντρο της κινηματογραφικής πραγματικότητας βρίσκεται μια συντετριμμένη μητέρα, της οποίας το μόνο όπλο στη μάχη της με τον κόσμο είναι ο θυμός. Η κλειστή, πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζει αντιτίθεται περισσότερο στις προκλητικές αντιδράσεις της παρά στην ανικανότητα της αστυνομίας να ερευνήσει τον θάνατο μιας έφηβης κοπέλας.
Ο χαρακτήρας της Mildred λειτουργεί σχεδόν συμβολικά. Η κατάστασή της αντικατοπτρίζει τη θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία. Το κράτος –με την τοπική αστυνομία ως φερέφωνο– και η εκκλησία αδιαφορούν πλήρως για τη Mildred, υποδεικνύοντάς της πως, ως γυναίκα, οφείλει να παραμένει ήρεμη παρότι την πνίγουν ο πόνος και το δίκιο.
Όταν όμως η Mildred αποφασίζει να δείξει τη δυναμική της πλευρά, η τάξη και ηθική ολόκληρης της τοπικής κοινωνίας διαταράσσονται, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει μια ηρωίδα απογυμνωμένη από τη θηλυκότητά της – ατημέλητη, ασυμβίβαστη και επιθετική. Με την εξαιρετική της ευφυΐα και το αιχμηρό της πνεύμα, αποτελεί ένα σαφές αντιστάθμισμα στους άντρες που, ακόμη κι αν έχουν χαρακτηριστικά εξουσίας, στερούνται πραγματικού θάρρους.
Ακόμη, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την πρώτη των πρώτων ταινία που, με πρόφαση μια lighthearted ιστορία, κατάφερε να εξυμνήσει τη γυναικεία φύση. Το «Θέλμα και Λουίζ», αν και ριζοσπαστικό για την εποχή του (1991), παραμένει διαχρονικό καθώς αμφισβητεί τις έμφυλες νόρμες, ενώ προσφέρει μια σπάνια γυναικεία εκδοχή ενός «buddy film».
Στη διάρκεια του ταξιδιού τους, οι δύο πρωταγωνίστριες θα έρθουν αντιμέτωπες με ποικίλες προκλήσεις: απόπειρα βιασμού, τη συνειδητοποίηση ενός καταπιεστικού γάμου και κυρίως το γεγονός ότι ζουν σ’ έναν κόσμο που δεν τις καταλαβαίνει.
Η ταινία διαφημίστηκε αρχικά ως ανάλαφρο γυναικείο buddy pic, ωστόσο στην πραγματικότητα ήταν φιλμ-ορόσημο που σκιαγράφησε τη φιλία ανάμεσα σε δύο γυναίκες, οι οποίες μάλιστα βρίσκονταν στη μέση ηλικία, καταρρίπτοντας ένα ακόμη στάνταρ του Χόλιγουντ.
Το γεγονός ότι η μόνη επιλογή για τις ηρωίδες στο φινάλε είναι να βάλουν τέλος στη ζωή τους αντί να συλληφθούν και να καταδικαστούν από τις (πατριαρχικές) αρχές συμβολίζει «τη μεταμόρφωση και την απελευθέρωση που είναι ταυτόχρονα έντονα προσωπική και βαθιά πολιτική. Πρόκειται για τη διαφυγή, έστω και φανταστικά, από τους αγωνιώδεις περιορισμούς του φύλου, της τάξης, του χρόνου και του τόπου», σύμφωνα με τη σεναριογράφο Callie Khouri.
Κι Όμως, οι Άντρες Κλαίνε!
Τα φυλετικά χαρακτηριστικά ισχύουν και για τις δύο πλευρές. Όπως οι γυναίκες δεν μπορούν να εκφράσουν την οργή τους, έτσι και οι άντρες δεν μπορούν να εκφράσουν οποιαδήποτε ευαισθησία. Συνεπώς, η αντιστοιχία του female rage για τους άντρες είναι το men’s vulnerability (ή ανδρική ευθραυστότητα), όταν δηλαδή θεωρούνται αδύναμοι ή λιγότερο άντρες επειδή εκφράζουν συναισθήματα – όπως η αδυναμία ή η θλίψη, τα οποία ανέκαθεν ταυτίζονταν με τη γυναικεία φύση.
Λύπη, πόνος και οδύνη απαγορεύονται, δεν απεικονίζονται ή αποτελούν ενδείξεις αδυναμίας. Αυτό το στερεότυπο έρχεται να αντικρούσει η ταινία του Darren Aronofsky «Φάλαινα». Ο πρωταγωνιστής της είναι ένας συναισθηματικά αδύναμος άντρας, που πάσχει από κατάθλιψη και βουλιμία.
Συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά που φαινομενικά δεν αντιπροσωπεύουν την αντρική φύση. Ωστόσο, το υπέροχο με τη «Φάλαινα» είναι πως απενοχοποιεί τον ήρωά της, τον αφήνει να βιώσει την ολότητα των συναισθημάτων του, υπενθυμίζοντάς μας πως όλα είναι δικαιωματικά δικά του.
Εκφραστείτε Ελεύθερα!
Όσο πιο ακριβείς είναι οι αναπαραστάσεις της ανθρώπινης φύσης από τα media τόσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε με τα συναισθήματά μας, καταρρίπτοντας τις έμφυλες διακρίσεις. Ειδικά όσον αφορά το γυναικείο θυμό, οι θεατές μπορούν να παρακολουθήσουν, μέσα από τις ερμηνείες, τον δικό τους πόνο, θλίψη ή τρόμο να αναπαρίστανται.
Είναι ζωτικής σημασίας για την πολυπλοκότητα της γυναικείας φύσης να απεικονίζεται με τέτοιο τρόπο που να είναι αληθινός και όχι γραφικός, επιτρέποντας στην ιστορία να είναι πιο ρεαλιστική.
Οι ταινίες που επιτρέπουν στις γυναίκες να είναι γεμάτες οργή και βία είναι εγγενώς αντίθετες με τις προσδοκίες μας. Μας σοκάρουν, αλλά παράλληλα μπορούν να μας εμπνεύσουν.
Μια νέα εποχή στον κινηματογράφο όπου ο θυμός των γυναικών δεν συνδέεται με την τρέλα ή την εγκληματικότητα προκειμένου να δικαιολογηθεί, αλλά εκφράζει τις αληθινές εμπειρίες τους που επιτρέπουν τέτοια συναισθήματα, είναι σαφώς ευπρόσδεκτος και απαραίτητος.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Tina Turner | Η Βασίλισσα του Rock ‘n’ Roll
Σκαμπάζουν τα Κορίτσια από Formula 1; Ακούστε «The F1 Thing»!
Ο Γοητευτικός Μουσικός Κόσμος της Μαρίας Μαρκουλή