Η Μαριανίνα Κριεζή Πέταξε σαν Χρυσαλιφούρφουρο

Δηλώνω γνήσιο παιδί της «Λιλιπούπολης». Με θυμάμαι, μικρούλα πολύ, να κάθομαι μπροστά στο μεγάλο έπιπλο ραδιόφωνο-πικάπ που είχαμε στο σπίτι και να περιμένω ανυπόμονα να ακούσω το μουσικό σήμα και τη θρυλική ανακοίνωση: «Εδώ Λιλιπούπολη».

Μια Ραδιοφωνική Πολιτεία

Κάθε μέρα την ίδια ώρα, είχα ραντεβού με τον δημοσιογράφο Μπρίνη, την Όφη Σόφη και τον παπαγάλο της, τον Δόκτορα Δρακατόρ, τον Μπιξ-Μπιξ και την Μπομπίλα, τον δήμαρχο Χαρχούδα, τον Δυστροπόπιγκα και όλα τα παιδιά της μαγικής αυτής ραδιοφωνικής πολιτείας.

Λίγα χρόνια αφότου η εκπομπή έπαψε να εκπέμπει, κυκλοφόρησε ένα διπλό άλμπουμ με τα υπέροχα τραγούδια και τις μουσικές του προγράμματος. Σχεδόν καθημερινά ζητούσα από τους γονείς μου να βάλουν τους δίσκους στο πικάπ. Κι εγώ, καθισμένη οκλαδόν, με το διπλό εξώφυλλο ανάμεσα στα πόδια, άκουγα, τραγουδούσα και χάζευα τις φωτογραφίες των συντελεστών.

Οι Στίχοι ως Εικόνες και Συναισθήματα

Το βλέμμα μου αναπόφευκτα έπεφτε πρώτα στο όνομα που διάβαζα ευκολότερα, αφού έμοιαζε με το δικό μου: Μαριανίνα Κριεζή. Ναι, εκείνη η γλυκιά, μελαχρινή κοπέλα είχε σκεφτεί τα υπέροχα «λόγια» των τραγουδιών που τόσο αγαπούσα. Που ήταν ασυνήθιστα, χαριτωμένα, έξυπνα κι έπαιζαν τέλεια με το παιδικό μου μυαλό, δημιουργώντας εικόνες, ιστορίες και συναισθήματα.

Χάρη σε εκείνη, φανταζόμουν πως είναι απολύτως φυσικό μια Κινέζα να χτυπάει μαγιονέζα με τα πόδια της, οι δώδεκα μήνες να συμμετέχουν σε αγώνα δρόμου, μια αρκούδα να τρέχει φορτωμένη με έναν ξύλινο μπουφέ, τα μπιζέλια να χορεύουν τσιφτετέλι ή οι ροζ μεγάλες βυσσινιές να ανθίζουν όταν δύο άνθρωποι φιλιούνται.

Μεγαλώνοντας –κάπως, δεν ξέρω πώς– σχεδόν πάντα αναγνώριζα τους στίχους της πριν επιβεβαιώσω πως είναι δικοί της. Τρυφεροί, χαδιάρικοι, σαν κλείσιμο του ματιού, σαν βόλτα με αερόστατο, σαν ζωγραφιστή, χειροποίητη πρόσκληση στον δικό της αλλόκοτο, υπέροχο κόσμο.

Την ευγνωμονώ γιατί μου έδειξε πως η ψυχή μπορεί να γίνει τραγούδι και πως υπάρχει τρόπος μέσα σε 33’’ να κάνεις τον γύρο του κόσμου.

Με έκανε να σκέφτομαι «μικρές αγάπες, ντελικάτες» κάθε φορά που περνάω από την Πλατεία Αμερικής, και μου έμαθε τι σημαίνει στ’ αλήθεια «κοπερτί». Μου εξήγησε πως μπορεί να υπάρχουν έρωτες που και μια νύχτα μόνο τους αρκεί, αλλά πως χρόνος για άλλο πόνο δεν υπάρχει και πως τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια.

Η Μαριανίνα με τα Δικά της Λόγια

Αντί βιογραφικών στοιχείων για τη Μαριανίνα Κριεζή (που άλλωστε μπορείτε να βρείτε εύκολα στο διαδίκτυο) προτιμώ να μοιραστώ δύο αποσπάσματα από τη σπάνια συνέντευξη που έδωσε στη Lifo το 2011, καθώς και ένα συγκινητικό γράμμα που έγραψε στα δεκατέσσερά της στον αγαπημένο της λογοτέχνη Γιώργο Σεφέρη (και που φυλάσσεται στο Αρχείο Σεφέρη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη).

Αποσπάσματα από τη Συνέντευξη

«Γεννήθηκα στο Ψυχικό. Κάθε χειμώνα έπαιζα εκεί, και κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα. Όταν ήθελα να μιλήσω, για κάποιο λόγο μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική. Μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα “Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα”, μου έλεγε “Δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας”».

«Αυτή η χώρα δεν επιλέγει τι θέλει να ακούσει. Απλά ακούει. Και ντρέπομαι όταν πολλές φορές συνειδητοποιώ ότι ταυτίζομαι περισσότερο με ένα αγγλικό ποπ κομμάτι παρά με ένα σύγχρονο ελληνικό. Η Ελλάδα πνίγεται στην εντεχνίλα. Σε τραγούδια που έχουν στίχους με λέξεις όπως Ισμήνη, καθρέφτης, χαντρούλα, ασβέστης, Παναγιά κ.ά. Δεν μπορώ άλλο να ακούω την Παναγιά σε τραγούδια. Πρέπει πλέον να την αφήσουνε ήσυχη. Αυτά τα έγραφε ο Γκάτσος πριν από τριάντα χρόνια. Θέλω να γίνει λίγη φασαρία επιτέλους. Έστω και για λίγο».

Το Γράμμα στον Σεφέρη

Μ. Κριεζή

Χλόης 5, Ψυχικό

Αθήνα

Ελλάς.

20 Ιανουαρίου 1961.

Αγαπητέ μου κε Σεφέρη,

Σας στέλνω το πρώτο μου μικρό βιβλίο με σχήματα και ρυθμούς από τη ζωή μου, σαν πρόφαση να σας μιλήσω όχι για θαυμασμό, μα για ευγνωμοσύνη. Έμαθα την ποίηση από επιγραμματικές σας ή συνεχόμενες εξωτερικεύσεις, από εξωτερικεύσεις που μου δόθηκαν με τόσην απαλότητα, με τόση εμπιστοσύνη _ πήρα για πρώτη μου φορά στα χέρια την ποίηση που καταργεί και την παραμικρότερη τεχνική και γίνεται σφυγμός ψυχής. Και το τέλεια αληθινό δεν σηκώνει κριτική, δεν σηκώνει κατάφαση, μόνο πολλή αγάπη. Τι παράξενο, να στέκεται ένας άνθρωπος γυμνός πάνω σε μια πέτρα· θα πρέπει ν’ αγαπάτε πολύ τους ανθρώπους, να μη σας έχουν απογοητεύσει ποτέ. Η αληθινή ομορφιά είναι η απίστευτα κι’ ανεύρετα ειλικρινής προσφορά – και δεν έχω να σας πω παρά ένα το ίδιο ειλικρινές «Ευχαριστώ».

Όμως, είναι κρίμα να μένετε στο Λονδίνο. Ο μπαμπάς, όποτε πηγαίνει για τις δουλειές του γυρίζει με θλιμμένο ύφος και λίγο εξαϋλωμένος. Κάνει κι’ αδεξιότητες είναι αλήθεια – ας πούμε, πάει στο Κινέζικο εστιατόριο και τρώει λουλούδια. Μα … ο καιρός … θα σας λείπει τόσο το κλίμα μας, το χρώμα, ο χαρακτήρας, ο ουρανός μας – προπαντός αυτός! Όταν γυρίσετε για λίγες ημέρες, πρέπει να πάτε στην Ύδρα. Θα γεμίση η ομπρέλλα σας Ελλάδα για πολύν καιρό. Είναι πατρίδα μου η Ύδρα. Έχουμε ένα μεγάλο σπίτι εκεί με στέρνα και χελιδονοφωλιές, που βλέπει στη θάλασσα.

Είμαι δεκατεσσάρων χρονών τώρα. Έχω τους γονείς μου, ένα χρυσόψαρο τον Εδουάρδο, ένα ποδήλατο και καλά βιβλία. Το γατάκι μου πέθανε. Σε μερικές μέρες έχω και διαγωνισμούς. Πάω στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων Ελληνικού όπου συννεφιάζω απ’ τ’ αγγλικά και το θόρυβο των αεροπλάνων. Ξέρω αρκετά γαλλικά και ζωγραφίζω πού και πού, αγαπώ το θέατρο, τα γλυκά και το Μόζαρτ, μα στα μαθήματα δεν είμαι σπουδαία.

Όνειρό μου είναι ν’ αποχτήσω ένα ποίημά σας σε χειρόγραφό σας, να το κρεμάσω απέναντι στο κρεββάτι μου και να το βλέπω κάθε πρωί. Θα’ ναι μια από τις μεγάλες χαρές της ζωής μου.

Με την αγάπη μου

Μαριανίνα

Η Μαριανίνα Κριεζή μας αποχαιρέτησε στα 75 της στις 6 Φεβρουαρίου 2022. Πέταξε «σαν φτερό και πούπουλο», σαν χρυσαλιφούρφουρο. Γιατί αγαπήθηκε πολύ, κι ας μην το ξέρει.

Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ: 

3/2/1959: Η Μέρα που Πέθανε η Μουσική

Ludwig Van Beethoven: Το Μεγαλείο της Ενάτης Συμφωνίας

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Συντάκτρια | Thunder Road
Συντάκτρια | Thunder Road

H Μαρία Σπανουδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι μητέρα τριών παιδιών, πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας (Τμήμα Οικ. Επιστήμης) και του Εθνικού Ωδείου Αθήνας (Πιάνο). Την κέρδισε η μουσική, με την οποία ασχολείται επαγγελματικά. Αγαπά τους ήχους, τις παύσεις, τη φωτογραφία, το τρέξιμο, το διάβασμα, τα ταξίδια, τη μαύρη σοκολάτα, τα βαμβακερά σεντόνια και κάποια ξεχωριστά τρυφερά χέρια. Προτιμά τις ανατολές από τα ηλιοβασιλέματα, το τσάι αντί του καφέ και στο μεγάλο δίλημμα «κιθαρίστας ή ντράμερ» διαλέγει «μπασίστας».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+