Κάποιες γυναίκες είναι ταγμένες να ξεφύγουν από τη μιζέρια που τους επιφύλαξε η ζωή, η οικογένεια, οι καταστάσεις, οι νόμοι –γραμμένοι και άγραφοι– και να εκπληρώσουν τα όνειρά τους.
Τα δεσμά της παιδικής τους ηλικίας, στα δύσκολα και ανυπόφορα χρόνια που διήγε η ανθρωπότητα, όταν η θέση της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη και χωρίς αξία πολλές φορές, μεταμορφώθηκαν σε θάρρος και δύναμη, σε στόχους και αγώνα.
Τα δεσμά της οικογένειας, που δεν άφηναν χώρο να πάρεις ανάσα, να αφιερωθείς στο όνειρό σου, που σε καθήλωναν ως μέρος της «οικοσκευής», μεταμορφώθηκαν και αυτά σε γενναιότητα και λαχτάρα να ξεφύγεις.
Να βρεις τον δρόμο που έψαχνες και να τον ακολουθήσεις. Μόνο που ο δρόμος αυτός συνήθως δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα αλλά με αγκάθια, τα οποία κάποιες γυναίκες κατάφεραν να τα κάνουν φωτοστέφανο, να φωτίζει την υπόστασή τους στη μνήμη και στην ιστορία, ακόμη κι αν οι ίδιες θάφτηκαν κάτω από αυτό.
Η Τριλογία της Κοπεγχάγης | Tove Ditlevsen | Εκδόσεις Πατάκη
«Η παιδική ηλικία είναι μακρόστενη σαν φέρετρο και δεν μπορείς να βγεις απ’ αυτήν μόνος σου…»
«Το πρωί υπήρχε ελπίδα. Καθόταν σαν φευγαλέα λάμψη φωτός στα λεία μαύρα μαλλιά της μητέρας μου, που δεν τολμούσα να αγγίξω. Απλωνόταν στη γλώσσα μου μαζί με τη ζάχαρη και τον χλιαρό χυλό από βρώμη που έτρωγα αργά… Ο πατέρας μου είχε φύγει για τη δουλειά και ο αδερφός μου ήταν στο σχολείο».
Ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά τα κατάλοιπά του έμειναν εκεί για να παιδεύουν τους ανθρώπους που επέζησαν. Η Τόβε ήταν ένα μικρό κορίτσι που μέσα της ξεχείλιζαν οι λέξεις και οι αισθήσεις. Όλες οι σκέψεις στο μυαλό της ήταν σαν σπόροι που έπρεπε να ανθίσουν. Ήταν ένα κορίτσι ανήσυχο, με ένα πάθος μέσα της που την έκανε να διαφέρει από τα άλλα παιδιά. Καταλάβαινε πολλά πράγματα για την ηλικία της. Τα ένιωθε και τα μετέτρεπε σε λέξεις.
Ο περίγυρός της τη θεωρούσε αλλόκοτη. Ζούσε σε μια εργατική γειτονιά της Κοπεγχάγης. Οι δουλειές λίγες, οι προοπτικές ακόμα λιγότερες, και η Τόβε ένα παιδί που ονειρευτόταν να δραπετεύσει. Να πετάξει σαν πουλί, να πάρει τις λέξεις της και να τις σκορπίσει στον ουρανό να τις δουν όλοι όσοι κοιτούν ψηλά.
Η φωλιά όμως δεν ήταν συμπαγής και στα κενά τρύπωναν οι αμφιβολίες. Η μητέρα της πάντα ήταν στη σκέψη της: η σχέση τους ελλιπής, μονότονη, τη φόβιζε, ντρεπόταν γι’ αυτήν, ενώ η αγάπη και η θαλπωρή ήταν απούσες. Οι συμβουλές της δεν της ταίριαζαν, οι συμβάσεις δεν της άρεσαν. Επειδή η μικρή Τόβε ήξερε τι ήθελε…
Καθώς μεγάλωνε τα πράγματα γίνονταν ακόμα δυσκολότερα. Με πατέρα άνεργο και με την εξουσία του Χίτλερ να επισκιάζει τα πάντα, έπρεπε να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Άφησε το σχολείο, εργαζόταν όπου έβρισκε μέχρι να τη διώξουν και ξανά από την αρχή.
Τα αντιμετώπιζε όμως όλα με χιούμορ και τα προσπερνούσε. Η εφηβεία φανέρωσε τα σημάδια της: άρχισε να νιώθει τα σκιρτήματα και τη δύναμη της νιότης. Ο στόχος της όμως ήταν μέσα της, τη φώτιζε και έψαχνε τον τρόπο να τον φανερώσει.
Μεγαλώνοντας άρχισε να μπαίνει η ζωή της σε μια ισοπεδωτική ρουτίνα. Γύρω της όμως όλα έδειχναν να καταρρέουν ξανά. Ένας άλλος πόλεμος άρχιζε. Αποτίναξε τα παιδικά της βιώματα –ή έτσι νόμιζε– παντρεύτηκε και έγινε μητέρα, χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε, διέκοψε τις εγκυμοσύνες που προέκυψαν και ένιωσε όσα νιώθουν πολλές γυναίκες στο πετσί τους.
Προς στιγμήν τα προσπέρασε όλα, εξέδωσε τα ποιήματά της, ανέβηκε στο βάθρο της δόξας. Κατάφερε αυτό που ήθελε και πίστευε, αυτό που την έσωζε στα δύσκολα, αυτό που τη βοηθούσε να κρύβεται όταν όλα ήταν αβάσταχτα, βρήκε το καταφύγιό της.
Την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση της ύπαρξής της, που τις έδιναν οι λέξεις της. Όμως έπεσε και θύμα του ίδιου της του εαυτού. Των αντιφάσεων, των φόβων, της παιδικής της ηλικίας, της εξάρτησης από οτιδήποτε. Οι λέξεις πια δεν σκέπαζαν τις ζοφερές της σκέψεις. Παραδόθηκε στη μοίρα της, στον τελευταίο άντρα της ο οποίος, γιατρός στο επάγγελμα, την έφτασε στο απροχώρητο εθίζοντάς την στις ουσίες, που ήταν η καταστροφή της.
Η συγγραφέας περιγράφει τη ζωή της με τόση απλότητα και αλήθεια που η διακριτή τραγικότητα στα διάφανα λόγια της σε θλίβει. Οι αναφορές στα παιδικά της χρόνια και στην εφηβεία της, στην επιμονή της να πετύχει τον στόχο της, σε κάνουν για λίγο να αναθαρρείς. Όταν έρχεται η ώρα της ενηλικίωσης όμως, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σε κάνει κομμάτια.
Η πίκρα, ο συμβιβασμός, η παθητικότητα και η αυταπάρνηση που ένιωθε, παγιδευμένη στους ανούσιους συναισθηματικά γάμους που έκανε, ενώ εκείνη αυτό που αποζητούσε από τη ζωή της ήταν να ζει ελεύθερη και αφοσιωμένη στον στόχο της και να αποτυπώνει τις λέξεις της, σε διαλύει.
Στη ζωή της θέλησε να αποτινάξει πολλά πράγματα που την εγκλώβιζαν, αλλά η μοναξιά που ένιωθε αν και ήταν η παρηγοριά της για να γράφει, ήταν συγχρόνως η εκκίνηση και ο τερματισμός της επιζήμιας για αυτήν διαδρομής που διένυε.
«Κάποια μέρα θα γράψω όλες τις λέξεις που κυλάνε μέσα μου. Κάποτε θα τις διαβάσουν οι άνθρωποι σε ένα βιβλίο και θα θαυμάσουν που τελικά ένα κορίτσι κατάφερε να γράψει ποιήματα».
- Τη μετάφραση υπογράφει η Κατερίνα Σχινά.
Αχ Ουίλλιαμ! | Elizabeth Strout | Εκδόσεις Άγρα
«Αλλά έτσι πάει η ζωή. Είναι τόσα και τόσα που δεν ξέρουμε ώσπου να είναι πια πολύ αργά».
«Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια επιτυχημένη συγγραφέας. Ζει στη Νέα Υόρκη. Έχει παντρευτεί τον Ουίλλιαμ, έχει χωρίσει μαζί του και έχει ξαναπαντρευτεί. Εδώ και λίγο καιρό έχει μείνει χήρα και προσπαθεί να βρει τα πατήματά της σε αυτό το σημείο της ζωής της. Με τον Ουίλλιαμ διατηρεί μια καλή σχέση και δέχεται να τον συνοδεύσει για να ερευνήσει ένα οικογενειακό του μυστικό. Καθώς βρίσκονται εν κινήσει, αναπολούν την κοινή τους ζωή από το πανεπιστήμιο, το γάμο τους και τις κόρες τους».
Η Λούσυ έχει ζήσει δύσκολα, πολύ φτωχικά και φρικτά παιδικά χρόνια από όλες τις απόψεις. Σε ένα μικρό δωμάτιο επιβίωνε όλη η οικογένειά της. Με μια σκληρή μάνα, στην ανέχεια και ίσως και κάτι ακόμη κρυμμένο βαθιά μέσα της που δεν το ξεστόμισε ποτέ.
Όλα φαίνονται απλά, αλλά δεν είναι. Μια καταβύθιση στην οικογενειακή ζωή τους, στους χαρακτήρες τους, στην αντιμετώπιση των διαφόρων καταστάσεων που προκύπτουν στο αν ανταποκρίθηκαν όπως έπρεπε ή έκαναν λάθη. Όλα αυτά τα θέματα που περιγράφει η Λούσυ μας τραβούν στο αδυσώπητο βάθος της ύπαρξης. Κι αν θα ’πρεπε, τρυπώνοντας στο μυαλό της Λούσυ, να παρουσιάσουμε αυτή τη ζωή, τη δική τους ζωή, θα μπορούσε να είναι κάπως έτσι…
Αχ, Ουίλλιαμ. Σε αγάπησα, παντρευτήκαμε, σπούδασα, έγινα σπουδαία συγγραφέας, κάναμε δυο κόρες. Πάντα ήμουν εκεί, αντιλαμβανόμουν την αξία της οικογένειας, αλλά εσύ;
Δεν ήθελα να βλέπω την αλήθεια γιατί ήμουν προσκολλημένη πάνω σου, ήθελα να είσαι δίπλα μου, να βαδίζουμε μαζί στην κοινή μας ζωή. Προσπαθούσα να ξεχάσω τα παιδικά τραύματα, να μη με καταρρακώνει η ανασφάλεια, έπρεπε να έχω σημείο αναφοράς και αυτό ήσουν εσύ. Ο ψηλός και εντυπωσιακός καθηγητής της Βιολογίας. Και ας ήσουν όλο μυστικά και απάτες. Εγκλωβίστηκα.
Περνούσαμε καλά; Δεν ξέρω. Κάναμε εκδρομές και η μητέρα σου πανταχού παρούσα, εγώ συνήθως ήμουν η αόρατη αλλά τη σεβόμουν και, OK, το ξεπερνούσα. Όμως κάποια στιγμή έρχεται που πνίγεσαι, που δεν αντέχεις, που πρέπει να πάρεις αποφάσεις και αναρωτιέσαι: «Θα μπορέσω; Θα τα καταφέρω»; Και έφυγα. Σε άφησα.
Ξαναφτιάξαμε τη ζωή μας και οι δύο, διατηρήσαμε όμως φιλική σχέση μεταξύ μας, είμαστε και γονείς άλλωστε, έπρεπε να δώσουμε παραδείγματα στα παιδιά. Δεν ξέρω αν τα κάναμε όλα σωστά. Μέχρι που έμεινα χήρα και εσύ μόνος πάλι. Και εγώ; Μου ζήτησες να σε ακολουθήσω. Ήθελες να βρεις την αλήθεια για ένα παλιό οικογενειακό μυστικό. Το έκανα.
Και εκεί μέσα στο αυτοκίνητο, στους άδειους δρόμους, ανάμεσα σε προσωπικές εξομολογήσεις, έπιασα τον εαυτό μου να αμφιβάλλει. Πόσο λίγο σε ήξερα, πόσο λίγο ήξερα τον εαυτό μου, πόσο πίστεψα στο απατηλό…
Και πίστεψέ με, Ουίλλιαμ, θα τα παρατούσα όλα, ακόμη και το όνειρό μου, αν κάθε φορά που κοιταζόμουν στον καθρέφτη ψηλαφώντας τα άδυτα της ψυχής μου έβλεπα εσένα και τα παιδιά μας και όχι την ανέγγιχτη μοναξιά μου.
«Αυτό σκέφτομαι καμιά φορά…».
Χωρίς βαρύγδουπα λόγια, η συγγραφέας μας περιγράφει το βάθος της εσωτερικής της κατάστασης, της πορείας της και της συνύπαρξης με τα πρόσωπα που προσδιόρισαν τη ζωή της. Αλλά και της συνειδητοποίησης της προσωπικής μοναξιάς, που δεν μοιράζεται και δεν ομολογείται παρά μόνο όταν βρεθεί κάτι ισχυρό και διαλύσει το άυλο κέλυφος που την έχει περικλείσει.
«Έχει μοναξιές ο κόσμος – αυτό θέλω να πω. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να πουν σ’ εκείνους που γνωρίζουν καλά τι είναι αυτό που αισθάνονται ότι θα ήθελαν να πουν».
- Τη μετάφραση υπογράφει η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Βιβλιοπροτάσεις με Θέμα την Ξενιτιά