Το «Αντίο, κύριε Χάφμαν», σε σκηνοθεσία Fred Cavayé, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον υποφωτισμένο δράμα που εκτυλίσσεται στο υπό ναζιστική κατοχή Παρίσι και μιλά για τα ρευστά όρια της ηθικής μέσα από τη σχέση δύο αντρών και μιας γυναίκας.
Αντίο, κύριε Χάφμαν | Fred Cavayé | Daniel Auteuil, Gilles Lellouche, Sara Giraudeau | Γαλλία
Στο υπό το ναζιστικό γερμανικό καθεστώς Παρίσι, ο ταλαντούχος Εβραίος κοσμηματοποιός και κοσμηματοπώλης κύριος Χάφμαν αναγκάζεται να φυγαδεύσει τα παιδιά και τη γυναίκα του, με σκοπό, αφού εξασφαλίσει την τύχη του μαγαζιού του, να πάει και ο ίδιος να τους βρει.
Αποφασίζει να παραχωρήσει, με εικονική μεταβίβαση, την επιχείρηση και το σπίτι του στον υπάλληλό του, τον Γάλλο Φρανσουά Μερσιέ, έναν ταπεινό και εργατικό άντρα, που μοναδική έγνοια έχει να αποκτήσει παιδί με την αγαπημένη λεπτεπίλεπτη γυναίκα του.
Όπως είναι αναμενόμενο, το σχέδιο δεν πάει κατ’ ευχήν. Η οικογένεια του Χάφμαν καταφέρνει να διαφύγει, αλλά ο ίδιος (στο ύψος των περιστάσεων, όπως πάντα, ο υπερδραστήριος Daniel Auteuil) αναγκάζεται να επιστρέψει στην εστία του και να κρυφτεί στο υπόγειό του.
Το σενάριο της ταινίας, που βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Jean-Philippe Daguerre, μιλάει για τη ρευστότητα της ανθρώπινης συνείδησης όταν καθοδηγείται όχι από ιδεολογίες, αλλά από το ένστικτο επιβίωσης και την αυτοδικία.
Ούτε η συμφωνία που έκαναν οι δύο άνδρες πάει κατ’ ευχήν. Γιατί ο κύριος Χάφμαν εγκλωβίζεται στην πιο λανθασμένη επιλογή της ζωής του και βρίσκεται αναγκασμένος να υποκύπτει στην ανηθικότητα του ευεργετηθέντος. Και ο ευεργετηθείς Φρανσουά Μερσιέ (πολύ καλός στον ρόλο ο Gilles Lellouche), ένας φτωχός, ανάπηρος και στείρος άντρας, μετατρέπεται από άβουλο υπάλληλο, που με το ζόρι επιβιώνει, σε τέρας που θέλει να πετύχει πάση θυσία.
Ακόμη και πουλώντας την ψυχή του στον διάβολο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση φοράει τη στολή των ναζί. Ακόμη και περιμένοντας ότι η γυναίκα του (εξαιρετική η Sara Giraudeau) θα δεχτεί να συλλάβει παιδί με τον εγκλωβισμένο Εβραίο χρυσοχόο.
Η Ρευστότητα της Ανθρώπινης Συνείδησης
Το σενάριο της ταινίας, που βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Jean-Philippe Daguerre, μιλάει για τη ρευστότητα της ανθρώπινης συνείδησης όταν καθοδηγείται όχι από ιδεολογίες, αλλά από το ένστικτο επιβίωσης και την αυτοδικία.
Γιατί ο Χάφμαν τρέχει να σωθεί από τη λαίλαπα, προσδοκώντας, όταν όλα τελειώσουν, όλα να είναι όπως πριν: οικογένεια, σπίτι, μαγαζί στη θέση τους. Χωρίς άλλο κόστος. Σαν η εβραϊκή του ύπαρξη να κάνει «απλώς» ένα οδυνηρό διάλειμμα.
Γιατί ο Μερσιέ γίνεται από πρόβατο λύκος για να ξεχρεώσει ό,τι του χρέωσε άδικα η ζωή. Νομίζει πως ήρθε η ώρα του, πως άνοιξε η τύχη του, πως επιτέλους το κουτσό του πόδι, η στείρα του φύση και η ατάλαντη τέχνη του θα «αποκατασταθούν», αρκεί να αρπάξει την ευκαιρία. Και ας γίνει εξίσου ανήθικος με τους ανήθικους κατακτητές.
Σε αυτή τη ζυγαριά της ανθρώπινης απληστίας το ζύγι δεν το διαθέτει ούτε ο ευκατάστατος Εβραίος κοσμηματοπώλης ούτε ο οπορτουνιστής Γάλλος υπάλληλος, αλλά η ταπεινή Μπλανς Μερσιέ (η γυναίκα του Φρανσουά), το κορίτσι που καταφέρνει να πορεύεται με πυξίδα την ηθική του.
Και αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας. Η ανατροπή. Διότι αυτοί που νομίζουν πως ορίζουν τη μοίρα τους γίνονται (άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο) έρμαιά της κι αυτή που δεν διεκδικεί τίποτα έχει τη διαύγεια να καθορίζει τύχες.
Η αθηΝΕΑ πάει σινεμά:
«Χήρες, Ιδιοκτήτες Σκύλων και Ναρκομανείς δεν Είναι Δεκτοί»