Όσοι θυμούνται το εμβληματικό θρίλερ των 90s «Ανήθικη Πρόταση» ίσως αναγνωρίσουν ομοιότητες με την πραγματικότητα του 2024. Σε αυτή τη νέα εκδοχή, ο πρωταγωνιστής δεν είναι φανταστικός χαρακτήρας, αλλά ο δισεκατομμυριούχος Elon Musk.
Στο θρίλερ, ένας εκατομμυριούχος (Robert Redford) προσφέρει σε ένα νεαρό ζευγάρι (Demi Moore και Woody Harrelson) 1 εκατομμύριο δολάρια για να περάσει μια νύχτα με τη γυναίκα. Το περασμένο Σάββατο, ο Musk υποσχέθηκε ότι θα δίνει τυχαία 1 εκατομμύριο δολάρια κάθε μέρα μέχρι τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου σε κάποιον που θα συμμετέχει σε λίστα υπογραφών υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην οπλοκατοχή, αρκεί να είναι ψηφοφόρος σε μία από 6 κομβικές πολιτείες για το αποτέλεσμα των εκλογών. «Μου φαίνεται ωραίος τρόπος για να ξοδεύω χρήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά. Ήδη οι δύο πρώτοι τυχεροί έλαβαν το έπαθλό τους.
Όμως, η αίσθηση ότι «ο Musk πετάει τα λεφτά του» είναι παραπλανητική. Αυτό που στην ουσία κάνει είναι μια επένδυση σε ένα άλογο που δεν θέλει να το δει να χάνει. Έχει ήδη αφιερώσει σοβαρά ποσά –και μέρος της πάλαι ποτέ σοβαρότητάς του– για να υποστηρίξει τον Trump και, αν αυτός χάσει, η επένδυση θα πάει χαμένη. Πιθανώς θύμα του sunk cost fallacy, επενδύει ακόμα περισσότερα σε battleground πολιτείες, έτσι ώστε να ενισχύσει την πιθανότητα νίκης του Trump.
Κάποιοι, πάντως, μπορεί να μπερδεύονται από έναν δήθεν ρομαντισμό του Musk: ότι πιστεύει τόσο πολύ στην ελευθερία του λόγου που επενδύει την περιουσία του για να την προστατεύσει για όλους. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Το ομοσπονδιακό κράτος των ΗΠΑ είναι ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες του Musk, υπεύθυνο επίσης για τον έλεγχο των επιχειρήσεών του. Ένας ευγνώμων Trump στον Λευκό Οίκο θα ήταν σίγουρα προς όφελος των επιχειρηματικών του συμφερόντων.
Ταυτόχρονα, υπάρχει εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ μια μεγάλη συζήτηση για το αν το χρήμα ισούται με τον λόγο. Η Πρώτη Τροπολογία προστατεύει την ελευθερία του λόγου, και πολλοί πιστεύουν ότι η δαπάνη χρημάτων στις πολιτικές εκστρατείες είναι μια μορφή έκφρασης. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ότι ο περιορισμός στις δαπάνες περιορίζει την ικανότητα των ατόμων ή των οργανισμών να επικοινωνούν τις απόψεις τους, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατική διαδικασία.
Από την άλλη, οι επικριτές της θέσης αυτής υποστηρίζουν ότι η εξίσωση του χρήματος με τον λόγο δίνει δυσανάλογη επιρροή στους πλούσιους, πνίγοντας τις φωνές όσων έχουν λιγότερους πόρους. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Citizens United v. FEC (2010) επέτρεψε απεριόριστες πολιτικές δαπάνες, μετατρέποντας τις εκλογές περισσότερο σε διαγωνισμό για το ποιος μπορεί να ξοδέψει τα περισσότερα παρά για το ποιος έχει τις καλύτερες ιδέες. Παράλληλα, αυξάνονται οι ανησυχίες για την πιθανότητα διαφθοράς, καθώς οι πολιτικοί μπορεί να εξαρτώνται υπερβολικά από τους μεγάλους δωρητές τους.
Όποια από τις δύο αυτές οπτικές κι αν βρίσκετε πιο πειστική, η αλήθεια είναι ότι τα χρήματα θα συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση πολιτικών μηνυμάτων. Η Kamala Harris, για παράδειγμα, έχει σπάσει ρεκόρ fundraising από τότε που αντικατέστησε τον Joe Biden ως υποψήφια. Όμως, τίθενται σοβαρά ζητήματα όταν η επιρροή συγκεντρώνεται σε ένα άτομο, όπως συμβαίνει με τον Elon Musk. Η διαφάνεια και η ύπαρξη ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση εκστρατειών είναι αναγκαία για να εξισορροπηθούν τα θετικά με τα αρνητικά.
Ο Musk προχώρησε σε άλλη μια κίνηση εντυπωσιασμού που αποσκοπεί στο να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να το κάνει; Από νομικής σκοπιάς μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Από ηθικής; Αυτό ας το κρίνει ο καθένας μας βάσει του δικού το αξιακού συστήματος. Ό,τι και αν απαντά, πάντως, σίγουρα η όλη υπόθεση οφείλει να μας βάλει σε σκέψεις σχετικά με τη σκοπιμότητα και τις συνέπειες τέτοιων ενεργειών.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: