Ο φανατισμός και η πόλωση έχουν ριζώσει για τα καλά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας, όπως και σε άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Διχαζόμαστε και απομακρυνόμαστε· μια εξέλιξη επικίνδυνη, που ενισχύεται από τους αλγόριθμους των κοινωνικών δικτύων. Μόλις αυτοί «καταλάβουν» σε ποια από τις πλευρές ενός ζητήματος βρισκόμαστε, αρχίζουν να μας τροφοδοτούν με ολοένα και πιο ακραίο περιεχόμενο που μας «κλειδώνει» στη θέση μας – που μας εξαγριώνει επιβεβαιώνοντάς την. Η μετριοπάθεια μοιάζει πια με μειονέκτημα. Βαφτίζεται δειλία. Η διαφορετική άποψη στοχοποιείται.
Πώς φτάσαμε εδώ; Με πολλούς τρόπους. Ένας, ωστόσο, που δεν έχει συζητηθεί όσο θα έπρεπε είναι ο εξής: ξεκινώντας από σωστές ερωτήσεις και εύλογες ανησυχίες, μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε σε λάθος, αν όχι επικίνδυνες απαντήσεις, λύσεις και πολιτικές.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η μετριοπάθεια δεν είναι δειλία αλλά πράξη ευθύνης. Αντί για έτοιμες, απόλυτες απαντήσεις, αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερες ειλικρινείς ερωτήσεις. Γιατί μόνο μέσα από τον διάλογο μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα του φανατισμού.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα podcast που ακούω αυτή την περίοδο είναι το «Ezra Klein Show» στους New York Times. Σε πρόσφατο επεισόδιο, ο Klein εξηγεί πώς η κρίση εμπιστοσύνης στην υγεία, στους επιστήμονες και στους θεσμούς, την οποία εκμεταλλεύτηκε το κίνημα «Make America Healthy Again» και ο Robert Kennedy Jr, ξεκίνησε από βάσιμες ανησυχίες. Για τις διατροφικές συνήθειες των Αμερικανών, για τα κίνητρα των παικτών της αγοράς υγείας, για την προσβασιμότητα, την ποιότητα και την τιμή των υπηρεσιών.
Σήμερα, βέβαια, οι πολιτικές που προωθεί το κίνημα ΜΑΗΑ οδηγούν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα: περιορισμός της χρηματοδότησης για πολύτιμη έρευνα σε ασθένειες όπως ο καρκίνος ή η άνοια και υπονόμευση εμβολιαστικών προγραμμάτων που έχουν σώσει εκατομμύρια ζωές. Αυτό είναι το τρομακτικό: το πόσο εύκολα πια, εργαλειοποιώντας καλές προθέσεις και αληθινές αγωνίες, μπορεί κανείς να φανατίσει, να πολώσει, να χειραγωγήσει, να αδράξει την εξουσία, με καταστροφικές συνέπειες.
Όσοι παρακολουθούμε τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ ξέρουμε πόσο εύκολα τέτοια κινήματα αποκτούν δυναμική. Δεν είναι όμως αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο· παρόμοια μοτίβα βλέπουμε να αναδύονται και στην Ευρώπη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα; Ο προβληματισμός για την παγκοσμιοποίηση και την απώλεια θέσεων εργασίας οδήγησε σε ακραία ξενοφοβικά κόμματα. Αντίστοιχα, στο μεταναστευτικό, οι ανησυχίες για ενσωμάτωση και κοινωνική συνοχή κατέληξαν σε σκληρές πολιτικές αποκλεισμού ή σε κινήματα που τρέφονται από τον φόβο και τη μισαλλοδοξία.
Η κουλτούρα της «αφύπνισης» ξεκίνησε από μια διαχρονική και ανεκπλήρωτη ανάγκη για περισσότερη ισότητα, σεβασμό στη διαφορετικότητα και συμπερίληψη, αλλά σε ορισμένα περιβάλλοντα κατέληξε να φιμώνει αντί να ενθαρρύνει τον διάλογο.
Στην οικολογία: η δικαιολογημένη αγωνία για το περιβάλλον και την κλιματική κρίση μεταφράζεται σε απόλυτα συνθήματα όπως «να μη χτιστεί τίποτα πουθενά», την ίδια στιγμή που η πολεοδομική αυθαιρεσία εξακολουθεί να κυριαρχεί.
Η πραγματική πρόκληση, τώρα, για εμάς τους πολίτες είναι να μάθουμε να αναγνωρίζουμε πότε σε μια βάσιμη ερώτηση οι απαντήσεις και οι λύσεις που προσφέρονται είναι ακατάλληλες. Και να καταλαβαίνουμε πότε γινόμαστε στόχος· γιατί αυτός που έχουμε απέναντί μας μπορεί, ξεκινώντας από έναν εύλογο προβληματισμό, να ρίξει τις άμυνές μας και να μας οδηγήσει ακριβώς εκεί που θέλει.
Η μάχη όμως αυτή, πρωτίστως, θα πρέπει να δοθεί και από τις ίδιες τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες μας. Γιατί είναι τα πραγματικά κενά σε επίπεδο πολιτικών που γεννούν αυτά τα φαινόμενα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η μετριοπάθεια δεν είναι δειλία αλλά πράξη ευθύνης. Αντί για έτοιμες, απόλυτες απαντήσεις, αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερες ειλικρινείς ερωτήσεις. Γιατί μόνο μέσα από τον διάλογο μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα του φανατισμού. Και μέσα από αυτόν τον διάλογο, η διαφωνία δεν χρειάζεται να οδηγεί σε εχθρότητα· μπορούμε να διαφωνούμε με σεβασμό και να αναζητούμε κοινό τόπο, ακόμη κι όταν ξεκινάμε από διαφορετικές αφετηρίες.
Η μάχη αυτή δεν δίνεται μόνο στην πολιτική σκηνή ή στα κοινωνικά δίκτυα. Δίνεται στις παρέες μας, στους χώρους δουλειάς, στις οικογένειές μας — εκεί όπου η διαφορετική άποψη μπορεί να γίνει αφορμή για εξέλιξη αντί για διχασμό.
Η μάχη όμως αυτή, πρωτίστως, θα πρέπει να δοθεί και από τις ίδιες τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες μας. Γιατί είναι τα πραγματικά κενά σε επίπεδο πολιτικών που γεννούν αυτά τα φαινόμενα. Είναι η αίσθηση των ανθρώπων ότι οι ανησυχίες τους δεν εισακούγονται, ότι δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ή δαιμονοποιούνται που ανοίγει την πόρτα σε λαοπλάνους. Και οι λαοπλάνοι νέας κοπής έχουν, δυστυχώς, πια στα χέρια τους εργαλεία που θα έκαναν τον George Orwell να ανατριχιάσει.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Μήπως το Eλληνικό Kράτος μας Ζητά να Γίνουμε Καταδότες;
Ο James, ο Μισισιπής και το Αδιέξοδο του «Να Μείνω ή Να Φύγω»