Πρόσφατα είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο λογοτεχνικό society του πανεπιστημίου. Εκεί που πίναμε το τσάι μας και ενόσω ανταλλάσσαμε λογοτεχνικές προτάσεις, ανέφερα ότι μόλις είχα διαβάσει την «Πειθώ» της Jane Austen. Μου φάνηκε εξαιρετικά διαχρονικό και διασκεδαστικό βιβλίο. Οι βιβλιόφιλοι που κάθονταν ακριβώς απέναντί μου με κοίταξαν με δυσπιστία… «Τα λεγόμενα κλασικά βιβλία», είπαν, «είναι υπερεκτιμημένα. Ο κόσμος τα διαβάζει ακριβώς επειδή κάποιος αποφάσισε ότι αποτελούν αναγνωρισμένα λογοτεχνικά έργα. Δεν διαβάζουν πραγματικά το βιβλίο, αλλά το “στάτους” του».
Ξαφνικά χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: αυτοί που εκτιμούμε τα «κλασικά» βιβλία, διότι διεισδύουν σε προηγούμενες νοσταλγικές εποχές, και αυτοί που θεωρούν ότι τα έχουμε τοποθετήσει σε βάθρο και κανείς δεν τολμά να τα αμφισβητήσει. Με αφορμή αυτό το μικρό debate, παραθέτω πέντε κλασικά βιβλία που θεωρώ πως δικαίως έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου.
Η Φάρμα των Ζώων | George Orwell | Μτφρ. Νίνα Μπάρτη | Εκδόσεις Κάκτος
«Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα».
Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο εμπεριστατωμένο, πιο επιδραστικό, πιο διαχρονικό βιβλίο από τη «Φάρμα των Ζώων». Ίσως το «1984», όχι τυχαία του ίδιου συγγραφέα.
Εμμέσως επικριτικό του Stalin και του ρόλου του στη Σοβιετική Ένωση, το βιβλίο αποτελεί μια εκτενή αλληγορία. Όταν τα καταπιεσμένα ζώα της Φάρμας των Ζώων του Μάνορ ανατρέπουν τον αφέντη τους, τον κύριο Τζόουνς, και αναλαμβάνουν τα ίδια τη διοίκηση του αγροκτήματος, υποθέτουν ότι πρόκειται για την αρχή μιας ελεύθερης και ίσης ζωής.
Σταδιακά, μια αδίστακτη ελίτ ανάμεσά τους, με επικεφαλής τα γουρούνια Ναπολέων και Χιονόμπαλα, παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Μια μορφή τυραννίας διαμορφώνεται καθώς τα υπόλοιπα ζώα βρίσκονται παγιδευμένα σ’ ένα καθεστώς αντικρουόμενων εντολών και αποφάσεων.
Μια μελέτη του πώς η άρχουσα τάξη εκμεταλλεύεται την εργατική και χρησιμοποιεί τους πόρους της προς όφελός της. Μια πραγματεία για το τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες της εξουσίας. Ο Orwell μπόρεσε να αναλύσει τον ανθρώπινο ψυχισμό, τη λειτουργία ενός διεφθαρμένου πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, εκφρασμένου μέσα από απλές αλλά καθόλου απλοϊκές μεταφορές και εικόνες.
Το καθολικό θέμα του βιβλίου, αν και γραμμένο το 1945, συνεχίζει να παραμένει επίκαιρο, άλλο ένα στοιχείο που του πιστοποιεί την ταυτότητα του «κλασικού». Με τη «Φάρμα των Ζώων» ο Orwell κατάφερε να μετατρέψει την πολιτική σε τέχνη.
Τα Λουλούδια της Χιροσίμα | Edita Morris | Μτφρ. Νικηφόρος Βρεττάκος | Εκδόσεις Θεμέλιο
«Η θεία Ματσούι έλεγε πως, για να καταλάβεις τι σημαίνει πόνος, πρέπει να τον δοκιμάσεις ο ίδιος».
Δεν είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο συγκαταλέγεται στα ευρέως γνωστά «κλασικά», αλλά θεώρησα πως έπρεπε να συμπεριληφθεί στη λίστα. Αδιαμφισβήτητα συγκινητικό, ακολουθεί τα χνάρια πολλών σπουδαίων βιβλίων, αφήνοντας έντονα το στίγμα του στον αναγνώστη.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πτώση της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, η Γιούκα και η οικογένειά της ζουν στο «πίσω δρομάκι» της Χιροσίμα. Νοικιάζουν το δύο δωματίων σπίτι τους στον Αμερικανό επισκέπτη Σαμ, στον οποίο δίνεται έτσι η δυνατότητα να παρατηρεί την καθημερινότητά τους στενά. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μόλις δύο τρεις χώρους – το βιβλίο είναι επίσης σχετικά μικρό. Η εισβολή του Σαμ στο σπίτι παραπέμπει στην ίδια τη βομβιστική επίθεση, ενώ τα διάφορα μέλη της οικογένειας αντιδρούν διαφορετικά στην άφιξή του.
Συνολικά, η λιτότητα και η εμβάθυνση στους χαρακτήρες καθοδηγούν την αφήγηση. Βλέπουμε ζωές με περιορισμένες ευκαιρίες και δεινές οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις να προσπαθούν να επιβιώσουν, ενώ ανακαλύπτουμε τις ιστορίες πίσω από τις σωματικές και συναισθηματικές τους πληγές.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1959 και κέρδισε το βραβείο Albert Schweitzer δύο χρόνια μετά. Απέκτησε διεθνή εμβέλεια, καθώς μεταφράστηκε σε 39 γλώσσες. Η έμπνευση της συγγραφέα προήλθε εν μέρει από τις επισκέψεις της στην Ιαπωνία, αλλά βασίστηκε κυρίως στις εμπειρίες του γιου της, Ιβάν Μόρις. Ο Ιβάν ήταν υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών στο αμερικανικό ναυτικό και είχε επισκεφτεί τη Χιροσίμα αμέσως μετά τον βομβαρδισμό.
Μέσα από προσωπικές και ανώνυμες μαρτυρίες θυμάτων, η συγγραφέας δημιούργησε τη σπαρακτική ιστορία του απόηχου της Χιροσίμα και έγραψε ένα βιβλίο που δεν θα πρέπει να παραλειφθεί από τις αναγνωστικές μας λίστες.
Εκατό Χρόνια Μοναξιά | Gabriel Garcia Marquez | Μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου | Εκδόσεις Ψυχογιός
«Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί».
Ένα πρωτοφανές αριστούργημα, χωρίς αριθμημένα κεφάλαια, με μακροσκελείς περιγραφές που αναπτύσσονται σε εύρος σελίδων. Ο Gabriel Garcia Marquez δημιουργεί ένα διαρκές ζωντανό σκηνικό που αναπνέει με κάθε φράση.
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία πολλών γενεών της οικογένειας Buendía, που ίδρυσε τη φανταστική πόλη Macondo, ενώ ταυτόχρονα πραγματεύεται δύο πολύ κοινά –και πολύ απαιτητικά– λογοτεχνικά θέματα: τον δεσμό της οικογένειας και το πέρασμα του χρόνου. Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος, που υπογραμμίζεται και από τον τίτλο, είναι η ανθρώπινη απομόνωση.
Οι χαρακτήρες, παραμορφωμένοι «για πάντα και από την αρχή του κόσμου από την πανούκλα της μοναξιάς», η οποία εμποδίζει την επικοινωνία με τους άλλους, ζουν μαζί ως ξένοι στο ίδιο σπίτι. Ως εκ τούτου, προσωποποιούν τη δύσκολη και περίπλοκη θέση του μοναχικού ανθρώπου.
Ο κόσμος στον οποίο ζουν οι Buendías δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο των προσδοκιών τους, ενώ η ιστορία τους είναι μια σειρά χαμένων ονείρων. Επανειλημμένα οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν αδιέξοδα και ατυχίες, όπως όταν η Rebecca χάνει τον έρωτα της ζωής της σε ένα τραγικό συμβάν.
Για πολλούς από τους χαρακτήρες η ζωή γίνεται συνώνυμο του πόνου με αποτέλεσμα να αποσύρονται σ’ ένα δικό τους κλειστό, απομονωμένο σύμπαν. Η ψυχική ηρεμία θα έρθει μονάχα όταν αποδεχτούν την κατάστασή τους, την αμετάκλητη μοίρα της ζωής, και παραδοθούν σε αυτή.
Τρανό παράδειγμα της δεξιότητας της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» μας οδηγεί σ’ ένα περίπλοκο αλλά ικανοποιητικό ταξίδι του εαυτού.
Η Φόνισσα | Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Eκδόσεις Εστία
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Άγιου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Με τη «Φόνισσα» ήρθα σε επαφή πρώτη φορά στο γυμνάσιο, αλλά την ξαναδιάβασα λίγα χρόνια αργότερα, για μια πιο ολοκληρωμένη και συγκροτημένη κατανόηση της μεγαλειότητάς της.
Εκτός από τη λογοτεχνική μαεστρία του Παπαδιαμάντη, η «Φόνισσα» πρωτοτυπεί με την ακραία της θεματική. Η νουβέλα διαδραματίζεται στη Σκιάθο και ακολουθεί την ιστορία της Φραγκογιαννούς, μιας ταλαιπωρημένης και βασανισμένης από τη ζωή ηλικιωμένης γυναίκας. Ύστερα από χρόνια κακουχίας και υποταγής στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της, η Φραγκογιαννού διαμορφώνει την πεποίθηση ότι η γέννηση μιας κόρης είναι καταστροφή τόσο για την ίδια όσο και για ολόκληρη την οικογένεια.
Ένα βράδυ, τυφλωμένη από άλογες σκέψεις, σκοτώνει τη νεογέννητη εγγονή της. Αυτή η νύχτα θα αποτελέσει την αφετηρία για αυτό που πίστευε ότι ήταν η αποστολή της από τη μοίρα, να σώσει τον κόσμο από το βάρος των γυναικών. Η ψυχοσύνθεση του κεντρικού προσώπου παρουσιάζεται μέσα από τον συνδυασμό ενδόμυχων σκέψεων και λεπτομερειών από το σκληρό του παρελθόν.
Οι τελευταίες σελίδες, που περιγράφουν τη φυγή της Φραγκογιαννούς προς το μοναστήρι και την κραυγή της για εξιλέωση, μαγνητίζουν και φτάνουν το έργο στο κρεσέντο του. Η Φραγκογιαννού δεν καταφέρνει να διαφύγει και τελικά πνίγεται «στο μισό του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης». Έτσι, η γυναίκα που ανέλαβε να αποδώσει αυθαίρετα δικαιοσύνη καταλήγει να μην εξιλεώνεται με κανένα τρόπο.
Φρανκεστάιν | Mary Shelley | Μτφρ. Εύη Βαγγελάτου | Εκδόσεις Μίνωας
«Πρόσεχε, γιατί είμαι ατρόμητος και ως εκ τούτου πανίσχυρος».
Ομολογώ πως το «Φρανκεστάιν», ενώ θεωρείται all time classic, το διάβασα μόλις πριν από ένα μήνα. Η ανάγνωσή του, ωστόσο, θα μου μείνει αξέχαστη. Είναι αδιανόητο το πώς ένα κείμενο γραμμένο το 1818 ρέει τόσο εύκολα και ευχάριστα. Σε μαγνητίζει με κάθε του σελίδα με το λυρικό τρόπο γραφής του.
Η Mary Shelley εμπνεύστηκε την υπόθεση ένα βροχερό απόγευμα του 1816 στη Γενεύη, όπου διέμενε με τον σύζυγό της, τον φίλο τους Lord Byron και τον γιατρό του. Η παρέα, παγιδευμένη μέσα στο σπίτι λόγω κακοκαιρίας, περνούσε την ώρα της λέγοντας και γράφοντας ιστορίες φαντασμάτων. Λέγεται ακόμη ότι δημιουργήθηκε ένα άτυπο στοίχημα για το ποιος θα γράψει την πιο τρομακτική ιστορία. Έτσι γεννήθηκε ο «Φρανκεστάιν», μέσα από το πείσμα και την έξοχη φαντασία μιας χαρισματικής γυναίκας.
Όσον αφορά το ίδιο το έργο, ακολουθεί την ταραχώδη ζωή του Βίκτωρα και παράλληλα την προσαρμογή του τέρατος σ’ έναν κόσμο που δεν ανήκει. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η αναζήτηση της γνώσης, καθώς ο Βίκτωρ προσπαθεί να ξεπεράσει τα γνωστά ανθρώπινα όρια και να αποκτήσει πρόσβαση στο μυστικό της ζωής. Η πράξη δημιουργίας του Βίκτωρα καταλήγει, τελικά, στην καταστροφή όλων των αγαπημένων του προσώπων, ενώ το μίσος του για το τέρας, των επιπτώσεων της ύβρεώς του δηλαδή, τον οδηγεί στο θάνατο.
Η τερατώδης φύση αποτελεί επίσης κεντρική θεματική του βιβλίου. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, το ίδιο το τέρας, φρικτά άσχημο, απορρίπτεται από την κοινωνία. Ωστόσο, η τερατωδία του δεν οφείλεται μόνο στην αλλόκοτη εμφάνισή του, αλλά και στον αφύσικο τρόπο δημιουργίας του. Είναι γέννημα όχι επιστημονικής προσπάθειας, αλλά σκοτεινής, υπερφυσικής δράσης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ίδιος ο Φρανκεστάιν είναι τέρας, καθώς η φιλοδοξία και ο εγωισμός του τον παραγκωνίζουν από την ανθρώπινη κοινωνία.
Εδώ έγκειται και η αντίθεση μεταξύ τεράτων στην αρχαιότητα και τη σημερινή εποχή. Το τέρας προσδιορίζεται ως τέτοιο, λόγω της εμφάνισής του, ενώ ο Φρανκεστάιν λόγω των απάνθρωπων πράξεών του. Τέλος, διάφοροι κριτικοί έχουν περιγράψει το ίδιο το μυθιστόρημα ως τερατώδες, έναν συρραμμένο κράμα διαφορετικών προσώπων, κειμένων και χρόνων.
Last Page…
Τα λεγόμενα κλασικά βιβλία παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες: έχουν καθολικά θέματα, αλλάζουν προοπτικές για τον κόσμο μας και καταλήγουν να είναι ευρέως γνωστά. Σίγουρα ορισμένα έχουν προβληθεί περισσότερο από άλλα και πράγματι κάποιες φορές το γεγονός ότι άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου παρουσιάζεται ως πιο εντυπωσιακό επίτευγμα από το ίδιο το βιβλίο.
Ωστόσο, δεν θα έφτανα στο σημείο να τα χαρακτηρίσω υπερεκτιμημένα. Eνδέχεται να εμπιστεύομαι λίγο παραπάνω τη λογοτεχνική κοινότητα. Ίσως τα «κλασικά» βιβλία να μας κάνουν να αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε, με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ίδια τη λογοτεχνία. Δικαίως ή όχι, ατύπως ή μη, θεωρώ πως αξίζουν μια (ή δύο) ανάγνωση (αναγνώσεις). Έστω και για να τα απορρίψουμε.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Ο Σταύρος Κιουτσιούκης και η Νέα Σκηνή Κόμικ στην Ελλάδα