Στη ραψωδία Γ’ της Οδύσσειας στους στίχους 278-283, ο Όμηρος αναφέρεται στο “Σούνιον ιερό”. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη φυσική και αυθεντική ομορφιά του Ναού του Ποσειδώνα και την ιδιαίτερη ενέργεια που εκπέμπει. Αυτή την ενέργεια ένιωσα και στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Cape Sounio του ομίλου Grecotel, καθώς θαύμαζα από το τραπέζι μου τον επιβλητικό ναό να δεσπόζει φωτισμένος στο βράχο. Δυσκολεύομαι να διατυπώσω με λέξεις το μεγαλείο αυτού που αντίκριζα!
Ο Ναός του Ποσειδώνα
Το μέρος πλαισιώνει πληθώρα ιστοριών και μύθων. Χτισμένος την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, στη διάρκεια του Χρυσού Αιώνα του Περικλή, ο ναός του Ποσειδώνα, εκτός από τόπος λατρείας, αποτελούσε σημάδι για τους ναυτικούς ότι βρίσκονταν κοντά στον Πειραιά.
Από τον ίδιο βράχο έπεσε και αυτοκτόνησε ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, Αιγέας, ο οποίος νόμιζε πως ο γιος του Θησέας ήταν νεκρός, έχοντας δει το πλοίο που τον είχε μεταφέρει στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο να επιστρέφει με μαύρα πανιά. Από εκεί πήρε το όνομά της και το “Αιγαίο” Πελάγος.
Αυτό το storytelling χτίζει αυτόματα ένα μεγαλείο, μια ατμόσφαιρα μυθική και μια αίσθηση επισημότητας. Νιώθεις πως βρίσκεσαι κάπου σημαντικά και πως αποτίνεις φόρο τιμής σε ένα σπάνιας ομορφιάς τοπίο. Το σκηνικό ειδυλλιακό, σαν να είναι εσκεμμένα τόσο καλοστημένο.
Το Cape Sounio Έχει το Know-How
Με σωστό φωτισμό και διακόσμηση, το ξενοδοχείο Cape Sounio διαθέτει το know-how να σε κάνει να αισθανθείς πως βρίσκεσαι εκτός Αθηνών, ίσως σε ένα νησί, παρότι βρίσκεσαι εντός Αττικής. Ομορφιά, συμμετρία και μαγική θέα δημιουργούν ένα συναίσθημα ενθουσιασμού.
Πριν δειπνήσω στο εστιατόριο, ομολογώ πως είχαν κάνει την έρευνα μου για τον chef Σάκη Τζανέτο (Tudor Hall, Grecotel Cape Sounio). Διαβάζοντας πως δημιουργεί “καθαρές” γεύσεις με σεβασμό στη φύση και με όραμα να υπηρετήσει την παράδοση της ελληνικής κουζίνας, απέκτησα ένα ισχυρό κίνητρο για να δοκιμάσω τα πιάτα του.
Επιπλέον, μου είχε δημιουργήσει πολύ θετική εντύπωση η συμμετοχή του ιδίου και του ξενοδοχειακού Ομίλου Grecotel στο πρόγραμμα Hotel Kitchen της WWF Ελλάδας, με την υποστήριξη της Unilever, για τη μείωση της σπατάλης των τροφίμων, ένα θέμα εξαιρετικά επίκαιρο και συμβολικής σημασίας για το χώρο της γαστρονομίας.
Ξεκινήσαμε με δροσερό καλωσόρισμα γκασπάτσιο ντομάτα, φέτα και λάδι μυρωδικών. Στη συνέχεια, απολαύσαμε μια σαλάτα μπουράτα με ψητά λαχανικά, τοματίνια cherry, πέστο λιαστής ντομάτας και βασιλικού και παπαρδέλες με γαρίδες, ντομάτα κονφί, βασιλικό και lime.
Η αλήθεια είναι πως τη μπουράτα την ήθελα πιο ζουμερή και δεν κολλούσε απόλυτα ο συνδυασμός ψητών λαχανικών στο συγκεκριμένο πιάτο που έχω συνηθίσει με δροσερή ντοματούλα και βασιλικό. Οι παπαρδέλες αναπλήρωσαν αυτό το κενό και στάθηκαν αντάξιες απέναντι στις προσδοκίες του ουρανίσκου μας. Πολύ νόστιμες!
Για κυρίως, επιλέξαμε ψητό λαυράκι φιλέτο ψητό με πουρέ σελινόριζας, λαχανικά και σάλτσα αρωματισμένη με λάιμ. Εύκολα θα μπορούσα να είχα φάει και δεύτερο! Ταίριαζε απόλυτα και αρμονικά με το λευκό κρασί “Θέμα” του Κτήματος Παυλίδη.
Με Μια Υπόσχεση Επιστροφής
Το κλείσιμο ήρθε πιο σύντομα απ’ ό,τι θα το ήθελα με eclair αφράτο choux με ganache montee πραλίνας, coolis βερίκοκο και παγωτό dulcey πορτοκάλι. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
Τα καλά νέα είναι πως δεν μου βγήκε καθόλου η αίσθηση της κατανάλωσης εμπορικού και τυποποιημένου φαγητού. Παρόλα αυτά, το στοιχείο της εντοπιότητας θα μου άρεσε να προβάλλεται λίγο περισσότερο και να φαίνεται πόσο καλλιεργημένο είναι στο DNA του ξενοδοχείου.
Αναρωτιέμαι κατά πόσο η ατμόσφαιρα ενός εστιατορίου υπερισχύει έναντι του φαγητού ή αντίστροφα. Μάλλον χρειάζονται και τα δύο… Σε κάθε περίπτωση, είμαι σίγουρη πως θέλω να το ξαναζήσω και θα το συνιστούσα σε κάθε Έλληνα ή ξένο επισκέπτη.
Δείτε επίσης στην αθηΝΕΑ:
“Το Κύμα” της Κιμώλου Κλέβει την Παράσταση!