Τραγούδια για το Έπος του ’40 και την Κατοχή

Κάθε χρόνο, παραμονές της εθνικής επετείου του «Όχι» πιάνω και ξεφυλλίζω δύο λατρεμένα βιβλία των παιδικών μου χρόνων που αναφέρονται στο Έπος του ’40 και στη γερμανική Κατοχή: την «Κόλαση των Παιδιών» της Λιλίκας Νάκου και τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου» της Άλκη Ζέη.

Και τα δύο βιβλία πάντα μου φέρνουν στο νου δυνατές σκηνές, αλλά και ακούσματα. Για παράδειγμα, κάνω εικόνα την «Καρδερίνα/Κατερίνα» να τραγουδά στα αλάνια το «Ψηλό Κυπαρισσάκι» με τη φυσαρμόνικά της («Κόλαση των Παιδιών») και τον Πέτρο να κρατάει τσίλιες –όσο ο Γιάννης γράφει συνθήματα στους τοίχους–  έχοντας έτοιμο στα χείλη του το «Λίγα Λουλούδια αν Θέλεις Στείλε μου» στην περίπτωση που παρουσιαζόταν κάποιος περαστικός ή το «Τέτοια Μάτια Γαλανά…» όταν απομακρυνόταν ο κίνδυνος.

Ευτυχώς, η ιστορία γράφεται στη συλλογική μας μνήμη όχι μόνο με γεγονότα, ιστορίες και λέξεις, αλλά και με τραγούδια και μουσικές. Ακόμη κι αν έχουμε συνδέσει τις εθνικές μας επετείους με θριαμβευτικά στρατιωτικά εμβατήρια, εκείνες τις δύσκολες, σκληρές περιόδους ή κάποια χρόνια αργότερα γράφτηκαν σημαντικά τραγούδια να μας τις θυμίζουν.

Βλέπετε, η μουσική και το τραγούδι μπορούν πάντα να εκφράσουν συναισθήματα, να αφηγηθούν, να συγκινήσουν, να ξορκίσουν το κακό. Και το σημαντικότερο; Να κρατήσουν την ελπίδα ζωντανή.

Παιδιά της Ελλάδος

Η Σοφία Βέμπο (Σοφία Μπέμπου), η εμβληματική «Τραγουδίστρια της Νίκης», που αποθεώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940, είναι η πρώτη που μας έρχεται στο μυαλό όταν αναφερόμαστε σε καλλιτέχνες της εποχής.

Η Βέμπο παίρνει θέση, τραγουδά, σατιρίζει τον εχθρό και εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο, αλλά και ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Δεν μένει μόνο στα «λόγια» και στα τραγούδια: προσφέρει συμβολικά 2.000 χρυσές λίρες στο Ελληνικό Ναυτικό, ενώ μετά από αλλεπάλληλες συλλήψεις φυγαδεύεται τελικά στη Μέση Ανατολή, μεταμφιεσμένη σε καλόγρια, συνεχίζοντας από εκεί τον αγώνα της για την πατρίδα.

 

Άντε στο Καλό

Επίσης πολυαγαπημένη τραγουδίστρια της εποχής, με ιδιαίτερα ενεργή συμμετοχή στην εθνική αντίσταση των Ελλήνων κατά των κατακτητών, η Δανάη Στρατηγοπούλου χρησιμοποίησε τα τραγούδια ως «φονικά βλήματα» και τη φωνή και την κιθάρα της ως «νέα όπλα του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου», όπως η ίδια τα χαρακτήρισε.

Η δράση της δεν περιορίστηκε σε καλλιτεχνικό/εμψυχωτικό επίπεδο, είχε και πρακτική αξία, προσπαθώντας να βρει τροφή σε πεινασμένους, μεταφέροντας πολεμικά μηνύματα και προσφέροντας βοήθεια σε αγωνιστές της αντίστασης.

 

Κι Εσείς Βουνά της Κορυτσάς

Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940, ο κορυφαίος παραδοσιακός τραγουδιστής και ρεμπέτης Γιώργος Παπασιδέρης γράφει και τραγουδά για τους στρατιώτες που πολεμούν στην Αλβανία, υμνώντας τα κατορθώματά τους και παράλληλα εκφράζοντας τον καημό του λαού για τα δεινά του πολέμου.

Για τα τραγούδια αυτά καταδιώχθηκε από τους Ιταλούς. Σε επικοινωνία του με τη Σοφία Βέμπο είχαν συζητήσει τη διαφυγή τους από την Ελλάδα. Η Βέμπο το έκανε, εκείνος όχι. Ακούστε το «Κι εσείς Βουνά της Κορυτσάς» στην αυθεντική εκδοχή του εδώ, αλλά και σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγχρονη διασκευή από τους Burger Project.

Μικρός Ήρως

Ο «Μικρός Ήρως» ήταν εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε για 15 χρόνια από το 1953. Το έγραφε ο Στέλιος Ανεμοδουράς (με το ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης) και τα σχέδια έκανε ο Βύρωνας Απτόσογλου. Στις σελίδες του περιγράφονταν οι περιπέτειες τριών νεαρών Ελληνόπουλων, του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του «Σπίθα», κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Το περιοδικό αγαπήθηκε πολύ και επανεκδόθηκε αρκετές φορές μέχρι και πρόσφατα. Σύμφωνα με τον δημιουργό του, σκοπός του ήταν να αμβλύνει τις οδυνηρές συνέπειες της Κατοχής αλλά και του Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης έγραψε το ομώνυμο τραγούδι ως φόρο τιμής στον πολυαγαπημένο «Μικρό Ήρωα».

To Ακορντεόν

Το υπέροχο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη γράφτηκε με αφορμή μια σκληρή σύγκρουση στην Κοκκινιά της Νίκαιας τον Μάρτιο του 1944, μεταξύ των ναζί και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, μελών της ΕΠΟΝ και κατοίκων της περιοχής. Οι μάχες κράτησαν τέσσερις μέρες και τερματίστηκαν με την υποχώρηση των Γερμανών, αλλά και τη σύλληψη 300 αιχμαλώτων, εκ των οποίων 37 εκτελέστηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις.

Το «Ακορντεόν» ακούγεται για πρώτη φορά στην ταινία μικρού μήκους του Λάμπρου Λιαρόπουλου «Αθήνα, Πόλη Χαμόγελο» σε μια σπάνια ερμηνεία του Γιάννη Πουλόπουλου. Το τραγούδι μέχρι σήμερα είναι μια συγκινητική ωδή ενάντια στον φασισμό.

Πατάω ένα Κουμπί

Το τραγούδι, γνωστό και ως «Νιξ Φαί» (δηλαδή «δεν έχει φαγητό») είναι ένα χιουμοριστικό, σκωπτικό αλλά και πικρό τραγούδι, που ακουγόταν τα χρόνια της Κατοχής και περιγράφει τις σκληρές συνθήκες πείνας, τα συσσίτια, αλλά και την άθλια δράση των μαυραγοριτών και όλων των μεσαζόντων που έκλεβαν ασύστολα τα τρόφιμα που έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός και οι Έλληνες του εξωτερικού.

Οι ελληνικοί στίχοι είναι αγνώστου δημιουργού. Η μελωδία, πάντως, βασίζεται στο ερωτικό αγγλογερμανικό τραγούδι «Bei Μir Βist du Schön» (=για μένα είσαι όμορφη) των Sholom Secunda και Jacob Jacobs, που πρωτακούστηκε προπολεμικά στο μιούζικαλ «I Would if I Could», αλλά έγινε τεράστια επιτυχία αργότερα, όταν τραγουδήθηκε σε πιο swing εκδοχή από τις Andrews Sisters. Λόγω των γερμανικών στίχων έγινε μεγάλη επιτυχία και στη ναζιστική Γερμανία και ενώ οι ναζί είχαν συνειδητοποιήσει πως ήταν γραμμένο από δύο Εβραίους μουσικούς!

Θα Σαλτάρω

Το τραγούδι του ρεμπέτη Μιχάλη Γενίτσαρη γράφτηκε το 1942 και κάνει σαφή αναφορά στους θρυλικούς «σαλταδόρους».

Ο ίδιος ο δημιουργός εξηγεί: «Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα-γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως…».

Φιφίκος

Σαλταδόρων συνέχεια… Ο «Φιφίκος» κυκλοφόρησε το 1975 στον προσωπικό δίσκο του Γιώργου Ζαμπέτα «Ντοκουμέντα», στον οποίο όλα τα τραγούδια αφηγούνται βιωματικές ιστορίες του ίδιου και του στιχουργού Ξενοφώντα Φίλερη. Στον «Φιφίκο» περιγράφεται ένα «σάλτο-ρεσάλτο» στη γωνία Σταδίου και Αμερικής, όπου «τρεις φίλοι από το Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι» έκαναν ντου και «κούρσεψαν» το καμιόνι που μετέφερε φαγητό στο ιταλικό φυλάκιο που ήταν εγκατεστημένο εκεί.

Οι στίχοι είναι του Ξενοφώντα Φίλερη –σαλταδόρος γαρ και ο ίδιος–, ο οποίος έγραψε και το βιβλίο «Οι Σαλταδόροι του Βύρωνα». Εκεί εξηγεί τη δράση, αλλά και τον ιδεαλισμό τους, συγκαταλέγοντάς τους στους αφανείς ήρωες της αντίστασης.

 

Τραγούδι της Σημαίας

H μουσική του Μάνου Χατζιδάκι έδεσε μαγικά σε τραγούδι τους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ο Λάκης Παππάς το ερμήνευσε σπαρακτικά. Ακούστηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό έργο «Παραμύθι χωρίς Όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που ανέβηκε το 1959 από το «Νέο Θέατρο» σε σκηνοθεσία Βασίλη Διαμαντόπουλου. Η παράσταση βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα.

Με νωπή τη βαρβαρότητα του πολέμου και την προσωπική εμπειρία της αιχμαλωσίας του το γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν (για την οποία έγραψε και ξεχωριστό βιβλίο), ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δημιούργησε μια παράσταση-αλληγορία για την Ελλάδα και τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά που είχε υποστεί.

Έφεδρος Ανθυπολοχαγός

Σε στίχους του Πυθαγόρα, μουσική του Γιώργου Κατσαρού και τη συνταρακτική φωνή της Μαρινέλλας, το τραγούδι αποτελεί φόρο τιμής στον πρώτο νεκρό Έλληνα του αλβανικού πολέμου: τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Μιχάλη Πράσινο από τα Κατάπολα της Αμοργού.

Κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1973 μαζί με άλλα 11 τραγούδια στον δίσκο «Αλβανία» από την Polygram Records. Λίγες μέρες αργότερα, παραμονή της εθνικής επετείου, τα τραγούδια παρουσιάστηκαν ζωντανά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και σε απευθείας μετάδοση από την κρατική τηλεόραση. Από τότε ο «Έφεδρος Ανθυπολοχαγός» ζει στη μνήμη μας για πάντα.

Η Μάνα μου

Το τραγούδι συμπεριλαμβανόταν στη θεατρική παράσταση «Ο Δρόμος», που παρουσιάστηκε το 1971 και αναφερόταν στη θλιβερή περίοδο 1940-1941.  Τα κείμενα ήταν του Λευτέρη Παπαδόπουλου και η μουσική του Μίμη Πλέσσα. Ωστόσο, το καθεστώς της Χούντας «κατέβασε» την παράσταση τέσσερις μήνες μετά την πρεμιέρα της, χαρακτηρίζοντας τα μηνύματά της «αντιδικτατορικά». Τρία χρόνια αργότερα, όλα τα τραγούδια της παράστασης κυκλοφόρησαν στον δίσκο «Μίλα μου για τη Λευτεριά», με ερμηνευτές τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Ρένα Κουμιώτη.

Συννεφιασμένη Κυριακή

« […] Η Συννεφιασμένη Κυριακή, βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. […] Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου…», είχε πει ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης για το θρυλικό τραγούδι.

Κάποια χρόνια αργότερα, ο φίλος του Ανδρέας Γκούβερης διεκδίκησε την «πατρότητα» και το θέμα των στίχων, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως συμμετείχε μόνο σε ένα κουπλέ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε το 1948, με ερμηνευτές τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Τότε, ο Τσαουσάκης εκ παραδρομής είπε «ματώνεις» αντί «πλακώνεις», κάτι που τελικά άρεσε στον Τσιτσάνη και το καθιέρωσε.

Σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμη τραγούδια να συμπληρώσουν τη λίστα. Οι επιλογές είναι προσωπικές και ομολογώ πως λειτούργησε τέλεια το ρητό «όποιος ψάχνει, βρίσκει», αφού το ένα τραγούδι σχεδόν με οδηγούσε στο άλλο. Ομολογώ πως απόλαυσα τη διαδικασία κι έμαθα λεπτομέρειες που δεν γνώριζα. Ελπίζω κι εσείς.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

Ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για Παιδιά και Εφήβους

Ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου

Μουσικές μέχρι τον Δεκέμβριο στον Σταυρό του Νότου

 

 

 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Συντάκτρια | Thunder Road
Συντάκτρια | Thunder Road

H Μαρία Σπανουδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι μητέρα τριών παιδιών, πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας (Τμήμα Οικ. Επιστήμης) και του Εθνικού Ωδείου Αθήνας (Πιάνο). Την κέρδισε η μουσική, με την οποία ασχολείται επαγγελματικά. Αγαπά τους ήχους, τις παύσεις, τη φωτογραφία, το τρέξιμο, το διάβασμα, τα ταξίδια, τη μαύρη σοκολάτα, τα βαμβακερά σεντόνια και κάποια ξεχωριστά τρυφερά χέρια. Προτιμά τις ανατολές από τα ηλιοβασιλέματα, το τσάι αντί του καφέ και στο μεγάλο δίλημμα «κιθαρίστας ή ντράμερ» διαλέγει «μπασίστας».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+