Η Επιπλέουσα Πόλη δεν είναι και το πιο εύκολο μέρος για να ζεις. Δεν είναι τυχαίο πως οι κάτοικοι στο ιστορικό της κέντρο οριακά ξεπερνούν τις 50.000. Για να φωλιάσουν στον βαλτώδη κολπίσκο στην κορυφή της Αδριατικής, οι πρώτοι άποικοι έπρεπε να χτίσουν γερά θεμέλια, γι’ αυτό και άρχισαν να σφυρηλατούν σωρούς δρυός και πεύκου στη λιμνοθάλασσα, κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Έτσι η καρδιά της Βενετίας «επιπλέει» πάνω σε ένα τεράστιο κρεβάτι από γιγαντιαίους πασσάλους, που πλέον μοιάζει να έχει αποκτήσει σχήμα ψαριού, ενώ περιβάλλεται από πολλά ακόμη νησάκια που αξίζει να επισκεφθεί κανείς – το Torcello, όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά οι πρώτοι κάτοικοι της Βενετίας, το πολύχρωμο Burano κ.ά. Παρότι θα δυσκολευόμουν να μείνω μόνιμα, τη σύντομη εμπειρία της διαμονής στην πόλη για τρεις μήνες, χάρη σε μια εργασία που έκανα, τη βίωσα με μεγάλη χαρά. Αν και κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο καταλήγω στο ότι μάλλον δεν ήταν αρκετοί.
Από τους ξύλινους στύλους που τη θεμελιώνουν υποθαλάσσια έως τις γύψινες επιφάνειες που καλύπτουν τις φθαρμένες της τοιχογραφίες, η Βενετία έχει πολλαπλά επίπεδα που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει κανείς αν θέλει να δει την αληθινή της ταυτότητα πέρα από την τουριστική βιτρίνα που παρουσιάζει επιφανειακά. Ταυτόχρονα, η τοπογραφία της θυμίζει λαβύρινθο – παραλληλισμός που είχε συγκινήσει βαθύτατα τον Jorge Luis Borges, προς τιμήν του οποίου δημιουργήθηκε και ένας βενετσιάνικος λαβύρινθος. Ο μεγάλος συγγραφέας είχε απόλυτο δίκιο: η Βενετία φαντάζει πράγματι χαοτική μέχρι να μάθει κανείς να περιηγείται στα στενά της, και οι χάρτες δεν είναι πάντα ιδιαίτερα βοηθητικοί.
Περιέργως, η ζωή στη Βενετία θυμίζει κάπως ελληνικό νησί: η πόλη σφύζει από τουρίστες την καλοκαιρινή σεζόν και μαραζώνει με την άφιξη του χειμώνα.
Μάλλον πιο χρήσιμες είναι οι πινακίδες που δείχνουν τον δρόμο προς τις δύο μεγάλες γέφυρες (του Ριάλτο και της Ακαδημίας) που ενώνουν τις κεντρικές νησίδες που διαχωρίζει το Canal Grande – μία λάθος στροφή μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο και να κοστίσει πισωγύρισμα με αρκετό περπάτημα. Βέβαια υπάρχει και η πιο χαλαρή μετακίνηση με βαπορέτο ή γόνδολα. Σημειωτέον ότι οι υδάτινες μεταφορές είναι τουλάχιστον σωτήριες για άτομα με κινητικές δυσκολίες στη Βενετία, όπως και απολύτως απαραίτητες για κοινωνικές υποδομές, όπως τα ταξί και τα ασθενοφόρα. Μια πόλη μόνο με θαλάσσια ταξί και ασθενοφόρα. Ακούγεται κάπως σουρεάλ, όχι;
Περιέργως, η ζωή στη Βενετία θυμίζει κάπως ελληνικό νησί: η πόλη σφύζει από τουρίστες την καλοκαιρινή σεζόν και μαραζώνει με την άφιξη του χειμώνα. Φαντάζομαι πως τότε θα έχει τελείως αλλιώτικη όψη. Ο τουρισμός μειώνεται, η πόλη αδειάζει καθώς η αδριατική παλίρροια ανεβαίνει και η λιμνοθάλασσα φουσκώνει τόσο που η Βενετία συχνά πλημμυρίζει, το γνωστό τοπικό φαινόμενο acqua alta. Ίσως όμως η πλατεία του Αγίου Μάρκου να μοιάζει περισσότερο γαλήνια όταν η στάθμη του νερού ξεπερνάει το ένα μέτρο παρά όταν βυθίζουν το έδαφός της μυριάδες τουρίστες.
Όπως και να έχει, η Βασιλική του Άγιου Μάρκου στέκει πάντα πολύτιμο πετράδι στο αξιοθαύμαστο μωσαϊκό της πόλης. Η αληθινή της λάμψη όμως πηγάζει από το εσωτερικό του ναού, με το εντυπωσιακό διάκοσμο και την αρχιτεκτονική του να «στενομαρκάρει» το δέος που προκαλεί η ιστορικά αντίπαλη Αγία Σοφία. Δεν υπήρξε βέβαια εκκλησία που να επισκέφτηκα στη Βενετία και να μην ήταν διακοσμημένη με θησαυρούς από κάποιον μεγάλο καλλιτέχνη της Αναγέννησης, όπως o Tintoretto ή ο Veronese. Είναι όλη η Βενετία γεμάτη θησαυρούς και έχει σίγουρα πολλά περισσότερα να προσφέρει από την αναμενόμενη βόλτα με γόνδολα ή ένα ρομαντικό δείπνο δίπλα στο κανάλι.
Τα μικρά χταποδάκια που απαντώνται σε όλη την Αδριατική είναι από τα φτηνότερα θαλασσινά που μπορεί να βρει κανείς σε έναν βενετσιάνικο πάγκο ψαραγοράς – σε αντίθεση με τα δυσεύρετα moeche, τα μικρά καβούρια.
Να πούμε εδώ όμως πως η Βενετία μάλλον ανήκει στη μειονότητα των ιταλικών πόλεων που δεν φημίζονται για το φαγητό τους. Όσον αφορά τη γενικότερη κουλτούρα του φαγητού, διατηρεί ξεκάθαρα μεσογειακό χαρακτήρα. Αναπόσπαστο κομμάτι της βενετσιάνικης διατροφής είναι οι μεζέδες που μπορεί να απολαύσει κανείς στη μορφή μπρουσκέτας, όπως με τα ισπανικά tapas, τα βενετσιάνικα cichetti. Γενικά, το φαγητό είναι πιο του «τσιμπητού» – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υφίσταται και φαγητό της «χόρτασης» ή ότι δεν μπορεί κανείς να δοκιμάσει πεντανόστιμη spaghetti alle vongole. Η τοποθεσία της πόλης χαρίζει πλούτο θαλασσινών στην κουζίνα της, με κάποιες ενδιαφέρουσες προσθήκες και από την περιοχή της λιμνοθάλασσας.
Τα μικρά χταποδάκια που απαντώνται σε όλη την Αδριατική είναι από τα φτηνότερα θαλασσινά που μπορεί να βρει κανείς σε έναν βενετσιάνικο πάγκο ψαραγοράς – σε αντίθεση με τα δυσεύρετα moeche. Tα moeche είναι μικρά καβούρια, που ζουν όλο το χρόνο στη λαγκούνα, αλλά γίνονται moeca μόνο για λίγες εβδομάδες. Συγκεκριμένα, τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου και της άνοιξης, όταν αφήνουν το παλιό τους κέλυφος για να χτίσουν ένα καινούργιο, που θα τους επιτρέψει να αναπτυχθούν σωστά. Όσο βάναυση και αν είναι η σκέψη, πριν αρχίσει να μεγαλώνει το νέο κέλυφος, τα μικρά καβούρια της λιμνοθάλασσας είναι τέλεια για να φαγωθούν τηγανητά χωρίς δυσκολία.
Η πλέον τοπική σπεσιαλιτέ όμως, που δεν γίνεται να μη δοκιμάσει κάποιος στη Βενετία, είναι ο μπακαλιάρος και συγκεκριμένα ο baccalà mantecato, ονομασία που αποδίδεται στην ιδιαίτερη υφή του εδέσματος. Σερβίρεται τυπικά μαζί με την εξίσου χαρακτηριστική πολέντα – «πιο φίνα εκείνη της αριστοκρατίας ή και κίτρινη, πιο νόστιμη του λαού», μου εξήγησε μία ντόπια εστιατόρισσα.
Τα cichetti περιλαμβάνουν επίσης ποικιλία από τηγανητά μεζεδάκια: από κολοκυθοανθούς σε κουρκούτι και τονοκεφτέδες μέχρι την περίφημη mozarella in carozza, που μπορεί να είναι γεμιστή με οτιδήποτε, από ρόκα μέχρι και αντσούγιες.
Λόγω του ιδιαίτερου μαγειρέματος που απαιτεί ο μπακαλιάρος θεωρείται μεζές εκλεκτός και έχει ανάλογο κόστος. Πλέον όμως βρίσκεις καλής ποιότητας ακόμη και στα ντελικατέσεν ενός ιταλικού σούπερ μάρκετ, ακόμα και ως απλό cichetto. Για τα οποία cichetti παρέλειψα να σημειώσω πως δεν περιορίζονται στη μορφή μπρουσκέτας. Μπορεί να τα δοκιμάσει κανείς και ως μικρές φωλίτσες μαλακού, τυποποιημένου ψωμιού, τα λεγόμενα tramezzini.
Τα cichetti περιλαμβάνουν επίσης ποικιλία από τηγανητά μεζεδάκια: από κολοκυθοανθούς σε κουρκούτι και τονοκεφτέδες μέχρι την περίφημη mozarella in carozza, που μπορεί να είναι γεμιστή με οτιδήποτε, από ρόκα μέχρι και αντσούγιες. Τα cichetti μπορεί να σερβιριστούν και σε μικρά πιατάκια, με βραστή πολέντα, όπως συμβαίνει συχνά με τα in saor – ψαράκια (π.χ. σαρδέλες) ή γαριδάκια, τα οποία, αφού τηγανιστούν, σερβίρονται ή και μαρινάρονται μαζί με κρεμμύδια τουρσί, κουκουνάρι, σταφίδες και κόκκους πιπεριού.
Εδώ να σημειώσω επίσης πως, εκτός από τα εστιατόρια που είναι ευρέως διαδεδομένα στην Ιταλία (δηλαδή osteria, trattoria, enoteca κ.λπ.), στη Βενετία υπάρχει και το bacaro. Πρόκειται για ένα είδος μπαρ που σερβίρει κάποια μικρά πιάτα και ποικίλων ειδών cichetti ως συνοδευτικά για κάθε είδους απεριτίβο – από το τοπικό Select μέχρι το εξίσου διαδεδομένο Cynar, μα κατά κύριο λόγο για τη βενετσιάνικη ombra.
Στη Βενετία το «απλό» ποτήρι κρασιού (χύμα/του σπιτιού) παίρνει το όνομά του από την ιταλική «σκιά» από όταν ακόμη το πουλούσαν πλανόδιοι έμποροι υπό τη σκιά του καμπαναριού του Αγίου Μάρκου. Οι πωλητές μετακινούσαν τους πάγκους τους ακολουθώντας τη σκιά του καμπαναριού κατά τη διάρκεια της ημέρας για να διατηρήσουν τα κρασιά δροσερά, εξού και η ombra. Αν τη ζητήσετε εκτός Βενετίας, μάλλον θα σας κοιτάξουν με απορία.
Αρκετά όμως με τα εισαγωγικά και τα περί ορέξεως – περνάω σε αυτό που χαρακτηρίζει πραγματικά τη Βενετία, που δεν είναι άλλο από την τέχνη: εκτός από την 59η Μπιενάλε, τρέχουν παράλληλα 89 ανεξάρτητες εκθέσεις και πολιτιστικά δρώμενα μόνο στους μουσειακούς θεσμούς! Περιττό να σημειώσω πως αυτούς τους τρεις μήνες έφαγα την τέχνη με το κουτάλι σε αυτή την τόσο δα πόλη, χορταίνοντας όση είχα χάσει στην αρχή της πανδημίας. Είναι γιατί η Βενετία εξακολουθεί να διατηρεί την ταυτότητα πολιτιστικής πρωτεύουσας που ανέπτυξε παράλληλα με την εξάπλωσή της ως πόλης-κράτους…
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Το Παραμύθι Ζωντανεύει στο Βέλγιο