Κάνοντας βόλτες στο κέντρο της Αθήνας βλέπω συχνά την ίδια αφίσα «Τι γίνεται με το πράσινο στην πόλη;», ενώ την ίδια στιγμή οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης κινητοποιούνται με σκοπό τη μετατροπή του χώρου της ΔΕΘ σε πάρκο. Η συζήτηση για το πράσινο των πόλεων στη χώρα μας μοιάζει να βρίσκει πραγματικό χώρο στη δημόσια συζήτηση, έναν χώρο που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν είχε ποτέ, καθώς το «πράσινο» θεωρούνταν πολυτέλεια σε σχέση με άλλα, δύσκολα, τρέχοντα. Όμως, δεν είναι πια.
Ενώ η μυθολογία της πρωτεύουσας περιλαμβάνει πλήθος αφηγήσεων για τον Εθνικό Κήπο, ο Βοτανικός, παρά το γεγονός ότι είναι ο μεγαλύτερος στο είδος του στην Ανατολική Μεσόγειο, παραμένει άγνωστος. Εγκαινιάστηκε μόλις πριν από 50 χρόνια (το 1975) χάρη στη γενναία χορηγία του Αλέξανδρου Διομήδη, υπουργού της κυβέρνησης Βενιζέλου και μετέπειτα πρωθυπουργού, και στα 1.860 στρέμματά του περιλαμβάνει 3.000 είδη φυτών.
Πήρα την απόφαση να τον επισκεφτώ (είναι μακρύς ο δρόμος) ένα από τα πρώτα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού. Περνώντας την είσοδό του, πήρα βαθιά ανάσα, έβαλα το κινητό μου στο αθόρυβο, φόρεσα ακουστικά και ξεκίνησα να κινούμαι χωρίς προσπάθεια προσανατολισμού από τον ανθώνα στο τμήμα φαρμακευτικών φυτών και από εκεί στον δενδρώνα και στα θερμοκήπια.
Στην αρχή όλα είναι απλώς «πράσινα», αλλά γρήγορα, ακόμη και ο… ανειδίκευτος επισκέπτης θα εκτιμήσει το μεγαλείο της βιοποικιλότητας που φιλοξενεί ο κήπος. Φυτά από την Κίνα βρίσκονται δίπλα σε φυτά από τη Ρόδο, δέντρα από την Ινδία δίπλα σε άλλα από την Αργεντινή. Προσπαθώ να σκεφτώ σε ποια άλλη συνθήκη θα μπορούσε να συμβεί ένα τέτοιο πολυεθνικό γλέντι.
Στα φυτά που μου έκαναν εντύπωση στεκόμουν και διάβαζα δυνατά την ταμπελίτσα με το όνομά τους, με το περισπούδαστο ύφος που απαιτούν στην εκφορά τους οι λατινικές λέξεις, στη λίμνη με τα χρυσόψαρα πέταξα 2-3 χαλικάκια προσπαθώντας να αντιληφθώ πόσο βαθύ είναι το νερό για το οποίο προειδοποιεί η ταμπελίτσα, στα νούφαρα θυμήθηκα την πρώτη μου αποκριάτικη στολή (ναι, ήταν νούφαρο). Μια κοπέλα ξαπλωμένη στο χορτάρι φωτογράφιζε μια χελώνα, ένας κύριος σκίτσαρε με απλωμένα τα μαρκαδοράκια του στο χώμα.
Είναι τόσο διεισδυτική η δύναμη των πυκνοφυτεμένων χώρων που οι θεραπευτικές τους ιδιότητες ενεργοποιούνται άμεσα. Το σώμα κάνει «αποσυμπίεση», οι σκέψεις μαλακώνουν, ο χρόνος δεν λειτουργεί τόσο πιεστικά.
Λίγο μετά τα φαρμακευτικά φυτά, μια κυρία με πολύ αντηλιακό και μεγάλο καπέλο μου κάνει νόημα να σταματήσω: «Συγγνώμη, έχει κι άλλο από εδώ; Είμαι ήδη στον κήπο μιάμιση ώρα και νομίζω δεν έχω δει ούτε τον μισό», με ρώτησε σε αμερικανικά αγγλικά. Όσο ανοίγω τη φωτογραφία του χάρτη που είχα τραβήξει στην είσοδο ώστε να εντοπίσουμε το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, μου εξηγεί εν τάχει ότι έχει έρθει από τις ΗΠΑ, είναι συνταξιούχος καθηγήτρια βιολογίας και θα μείνει στην Ελλάδα έναν μήνα. Μου είπε πως όπου ταξιδεύει αναζητά βοτανικούς κήπους, αυτός της φαίνεται καταπληκτικός, και απορεί πώς δεν είναι γεμάτος κόσμο. «Δεν εκτιμάτε πολύ το πράσινο στην Ελλάδα, ε; Προτιμάτε να σας χτυπάει ο ελληνικός ήλιος».
Τη ρώτησα πού μένει, μου είπε πως η ξαδέρφη της ζει ήδη μερικά χρόνια στην Αθήνα και έχει αγοράσει ένα διαμέρισμα σε μία «καθόλου τουριστική περιοχή» και εκείνη βρήκε και νοίκιασε για έναν μήνα ένα διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της περιοχής, άνοιξε το Google Maps και μου έδειξε την Κυψέλη. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Βιβλιογραφία
«Βοτανικός Κήπος Ιουλίας & Αλεξάνδρου Διομήδους – Από τη νοσταλγία των Ανθρώπων στη Διαχρονικότητα των Φυτών», 2007 (Εκδόσεις Δίαυλος)
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
#BraveNewCities: Μια Διαφορετική, Βιώσιμη Προσέγγιση στο Ζήτημα των Πόλεων