Ο Robbie Williams και οι Μελαγχολικοί Ήρωες που Αγαπήσαμε

Ρόμπι Ουϊλλιαμς

Όταν ο Robbie Williams ανέβηκε πριν από λίγες μέρες στη σκηνή του Καλλιμάρμαρου και ξεκίνησε η μπάντα να παίζει τις πρώτες νότες από το «Me and My Monkey», το κοινό παραληρούσε. Ένα τραγούδι παράξενο, σχεδόν εξομολογητικό, για τη μοναξιά, την εμμονή και την παραίσθηση, που ποτέ δεν υπήρξε διεθνές χιτ και σπάνια εμφανίζεται στις συναυλίες του.

Ο ίδιος αστειεύτηκε: «Μόνο στην Ελλάδα θα το πούμε, γιατί μόνο εδώ έχει κάνει επιτυχία». Το στιγμιότυπο αυτό συνοψίζει ένα ιδιότυπο φαινόμενο που επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες: την παράδοξη, σχεδόν παθιασμένη σχέση του ελληνικού κοινού με ξένους καλλιτέχνες που αλλού θεωρούνται «cult» ή εναλλακτικοί. Από τους Madrugada και τους Tindersticks μέχρι τους Placebo, τους Calexico και τον Nick Cave, η Ελλάδα δείχνει να αναγνωρίζει σε αυτούς κάτι ανεξήγητα οικείο, κάτι που αγγίζει βαθύτερα από τη γλώσσα ή τη μελωδία.

Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στη σχέση των Ελλήνων με το συναίσθημα. Παρά τη μεσογειακή της εξωστρέφεια, η ελληνική κουλτούρα είναι βαθιά μελαγχολική. Από τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Λοΐζο, το τραγούδι για τον έρωτα, την απώλεια και τη φθορά είναι μέρος της ψυχής μας. Στη «Μαύρη Θάλασσα» ο Διονύσης Σαββόπουλος το αποτυπώνει εύγλωττα: «φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης / μα φταίει κι ο ίδιος ο λαός γιατί ’ναι μαραζιάρης».

Ταυτίσεις

Η μουσική που πονάει θεωρείται πιο αληθινή, πιο «τίμια». Έτσι, όταν ο Nick Cave τραγουδά για τον θάνατο και τη λύτρωση, ή ο Sivert Høyem βυθίζεται στην καπνισμένη νύχτα των Madrugada, το ελληνικό αυτί δεν ακούει κάτι ξένο, αλλά κάτι βαθιά οικείο. Αυτή η σκοτεινή ευαισθησία συναντά τη δική μας – κι εκεί γεννιέται η λατρεία.

robbie williams

Ταυτόχρονα, οι καλλιτέχνες αυτοί κουβαλούν μια μορφή αυθεντικότητας που συγκινεί ένα κοινό κουρασμένο από το επιφανειακό. Δεν είναι «ποπ είδωλα» με τον κλασικό τρόπο, ούτε όμως απόμακροι εναλλακτικοί. Ανήκουν σε έναν ενδιάμεσο χώρο, αυτόν του «έντιμου περιθωρίου». Φαίνονται αληθινοί, ακόμα κι όταν είναι σκοτεινοί.

Δεν προσπαθούν να αρέσουν – κι αυτό ακριβώς τους κάνει αγαπητούς. Ο Έλληνας ακροατής, που έχει μάθει να μετρά την αξία της τέχνης με το πάθος και όχι με τα νούμερα, αναγνωρίζει σε αυτούς μια ειλικρίνεια που σπανίζει. Ίσως να είναι η ίδια ανάγκη που κάνει τον κόσμο να γεμίζει στάδια για τον ΛΕΞμια δίψα για μουσική που μιλά χωρίς φίλτρα, χωρίς ειρωνεία.

Ταυτόχρονα, οι καλλιτέχνες αυτοί κουβαλούν μια μορφή αυθεντικότητας που συγκινεί ένα κοινό κουρασμένο από το επιφανειακό. Δεν είναι «ποπ είδωλα» με τον κλασικό τρόπο, ούτε όμως απόμακροι εναλλακτικοί. Ανήκουν σε έναν ενδιάμεσο χώρο, αυτόν του «έντιμου περιθωρίου». Φαίνονται αληθινοί, ακόμα κι όταν είναι σκοτεινοί.

Υπάρχει όμως και κάτι πιο υπαρξιακό: η αίσθηση της ταύτισης. Η Ελλάδα, μια χώρα που συχνά αισθάνεται στο περιθώριο της Δύσης, αναγνωρίζει τον εαυτό της στους «παράξενους» ήρωες της μουσικής.

Η Αντιφατική Ελληνική Κοινωνία

Είμαστε μια κοινωνία με έντονες αντιφάσεις – φωτεινή και σκοτεινή, λογική και παθιασμένη, ανατολική και ευρωπαϊκή. Οι καλλιτέχνες αυτοί εκφράζουν τη διττότητα: τον ρομαντισμό και τη φθορά, την ομορφιά μέσα στο σκοτάδι. Όπως η ίδια η Ελλάδα, δεν χωρούν εύκολα σε κατηγορίες.

madrugada

Οι συναυλίες τους στην Αθήνα, αλλά και τη Θεσσαλονίκη, παίρνουν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Δεν είναι απλώς συναυλίες, αλλά συλλογικές εξομολογήσεις. Ο Cave έχει πει «πουθενά δεν παίζω όπως στην Ελλάδα». Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Εδώ, το κοινό δεν ακούει απλώς· συμμετέχει, τραγουδά, φωνάζει, συγκινείται. Ο δεσμός αυτός, συναισθηματικός και σχεδόν μυστικιστικός, μετατρέπει κάθε εμφάνιση σε εμπειρία. Ο Robbie Williams ίσως να μην ξέρει γιατί το «Me and My Monkey» συγκινεί τόσο τους Έλληνες, αλλά το νιώθει: αυτή η χώρα δεν ακούει μουσική για να περάσει καλά, την ακούει για να θυμηθεί ποια είναι.

Κι ίσως εκεί βρίσκεται το κλειδί. Στους Madrugada, στους Tindersticks, στον Cave, βρίσκουμε μια εκδοχή του εαυτού μας που δεν χωράει στα στερεότυπα: ευαίσθητη, αντιφατική, πληγωμένη, αλλά ζωντανή. Είναι η Ελλάδα που αγαπά την υπερβολή του πάθους και τη σιωπή της λύπης. Είναι το φως του μεσημεριού πάνω σε μια πόλη που ξέρει πως η ομορφιά δεν είναι ποτέ καθαρή, αλλά πάντα λίγο σκοτεινή. Κι έτσι, όταν ακούμε τον Williams να τραγουδά για τον πίθηκό του, ξέρουμε κατά βάθος πως τραγουδά και για εμάς.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

Η Ελευθερία του Λόγου με τη Φωνή της Jane Fonda

Cancelling και Επιλεκτική Ευαισθησία

Ο Robert Redford Έκανε τον Κόσμο μας Καλύτερο

Ο Γιώργος Βελισσάριος σπούδασε στο ΕΜΠ, το Imperial College και το Harvard και είχε την καλή τύχη να ασχοληθεί για περισσότερα από 25 χρόνια με την επικοινωνία και το μάρκετινγκ. Στο διάστημα αυτό πέρασε από διευθυντικές θέσεις σε περισσότερες από 10 ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες. Συνηθίζει να επαναπροσδιορίζεται επαγγελματικά και σήμερα ασχολείται με τον οινοτουρισμό και την αθηΝΕΑ.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+